Γράφει η Κατερίνα Μαυρίδου
Και τώρα που ήρθες να μου τα δώσεις όλα,
εγώ δεν θέλω τίποτα.
Άργησες, αγάπη μου.
Άργησες τόσο, που έμαθα να ζω χωρίς αυτά που τώρα μού φέρνεις.
Δεν έχει νόημα πια να λες πως με κατάλαβες,
πως άλλαξες, πως ωρίμασες,
πως τώρα “ξέρεις τι θες”.
Γιατί όλα αυτά τα “τώρα” έπρεπε να είναι “τότε”.
Όταν ακόμα πίστευα,
όταν ακόμα περίμενα,
όταν ακόμα είχα χώρο για σένα μέσα μου.
Κάποτε θα σου έδινα τα πάντα για ένα “μη φύγεις”.
Σήμερα δεν θα σου έδινα ούτε μια λέξη.
Όχι από κακία — από κενό.
Έσβησες μόνος σου ό,τι μπορούσε να σωθεί.
Μ’ έμαθες να μην περιμένω,
να μην ελπίζω,
να αγαπώ με φρένα.
Δεν με πείθει το “άλλαξα”.
Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν, απλώς μαθαίνουν να χάνουν καλύτερα.
Κι εσύ έχασες εμένα,
όχι γιατί δεν μπορούσες να με έχεις,
αλλά γιατί τότε δεν ήθελες να προσπαθήσεις.
Και τώρα που σ’ έπιασε το «μετάνιωσα»,
είναι αργά.
Δεν έχω πια εκείνη τη φωτιά που άναβε στο άγγιγμά σου.
Δεν έχω πια εκείνο το βλέμμα που έψαχνε το δικό σου στο σκοτάδι.
Κράτησες για σένα τον χρόνο μου και μου τον επιστρέφεις άδειο.
Τι να τον κάνω;
Αγάπη μου,
οι ευκαιρίες δεν πεθαίνουν από λάθη —
πεθαίνουν από καθυστερήσεις.
Κι εσύ άργησες.
Άργησες τόσο που το “μαζί” έγινε ανάμνηση,
κι εγώ έγινα κάποια που πια δεν περιμένει κανέναν.
Όχι γιατί δεν αγαπώ.
Αλλά γιατί έμαθα πως η αγάπη, όταν έρχεται αργά,
δεν είναι λύτρωση — είναι ειρωνεία.
