Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Άκου να δεις τι έπαθα χθες το πρωί κορίτσι μου ο κακότυχος!
Είχε λιακάδα εχθές που λες, χαρά Θεού κι έτσι όπως έκανα να βγάλω τα αγαπημένα μαύρα μου γυαλιά από την θήκη τους, ξέρεις πια λέω μωρέ, εκείνα που μου έλεγες ότι μου πήγαιναν πολύ κι ότι σου άρεσαν, μου γλιστρήσαν λοιπόν από τα χέρια μου, έπεσαν χάμω και γίνανε χίλια κομμάτια ρε πούστη μου!
Κι όπως είδα τα σπασμένα τα κομμάτια, σκόρπια κάτω στο πάτωμα, σε θυμήθηκα γαμώτο, πάνω που πίστευα ο ανόητος ότι πια σ΄ είχα ξεχάσει οριστικά!
Κι έμοιαζαν που λες τόσο πολύ τα διάσπαρτα τα θραύσματα με έμενα, που πήγε το μυαλό μου, έτσι από μόνο του, σε σένα!
Έκοβαν τόσο πολύ τα γυαλιά, σαν τα όνειρα μου τα σπασμένα, που δεν τόλμησα καν να σκύψω και να τα μαζέψω, μόνο έστεκα λιγάκι σαστισμένος και τα κοιτούσα.
Ήτανε τέτοια η καταστροφή τους από την μια στιγμή στην άλλη, που είπα μέσα μου, κοίτα να δεις πως μέσα σε ένα δευτερόλεπτο μπορεί να χαθεί οριστικά και αμετάκλητα, κάτι που ανόητα το νόμιζες παντοτινό.
Ήταν τόση η στεναχώρια μου που έχασα κάτι τόσο αγαπημένο μου, που ήρθε εκεί μπροστά μου ολοζώντανος ο δικός σου ο χαμός κι η στεναχώρια μου από την τόσο οδυνηρή για μένανε φυγή σου.
Κι όταν πια το χώνεψα πως τα έχασα οριστικά, μου ανέβηκε ένας κόμπος στον λαιμό και βούρκωσα, όμως δεν έκλαψα για τα μαύρα μου γυαλιά, για κάτι άλλο έκλαψα… σιγά, γυαλιά θα πάρω άλλα.
Κι άκου να δεις μάτια μου, μια απορία που εύλογα μου γεννήθηκε εκείνη την στιγμή και με έκανε από το πουθενά να κλάψω!
Άραγε, σου γλίστρησα απ΄ τα χέρια κατά λάθος ή με άφησες επίτηδες να πέσω και να σπάσω;