Νίκησες. Κατάφερες να κάνεις έναν άνθρωπο που θα έκανε τη γη να γυρίσει ανάποδα για πάρτη σου, να παραιτηθεί.
Με βούλιαξες, κατεδάφισες κάθε όνειρο που έκανα μαζί σου.
Πήρες ένα μεταξωτό μαξιλάρι κι έπνιξες την ανυπεράσπιστη αγάπη μου, που κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου.
Βρήκες τη δύναμη να παραμερίσεις όλο τον αγώνα μου να σου αποδείξω πως όλα αυτά που σε φοβίζουν είναι μόνο χίμαιρες.
Με έκανες στην άκρη και περπάτησες θριαμβευτής πάνω στο δρόμο που άνοιξα με τα δυο μου μόνο χέρια.
Με έπεισες. Μου φύτεψες την ακράδαντη βεβαιότητα ότι “δεν κολλάει”, βαθιά μέσα στο κεφάλι μου, σαν πυρωμένη σφήνα.
Τα μηδενικά σου επιχειρήματα έπλεξαν έναν ιστό συμπαγή, φωνάζω και δεν κάνει αντίλαλο.. σ’ αγαπάω, μ’ ακούς;..
Πήρες την καρδιά μου στα δυο σου χέρια, τα αγαπημένα, και την αποσύνδεσες από κάθε αιμοφόρο αγγείο αγάπης.
Τη σταμάτησες. 11.09 η ώρα θανάτου της.
Η μυρωδιά σου, ακόμα στο κορμί μου, χαράζει το μαύρο τατουάζ του ονόματός σου.
Σφραγίδα ανεξίτηλη θα μείνεις πάνω μου, μην τυχόν και ξεχάσω τον γκρεμό που ακόμα πέφτω.
Χαλάλι σου όλα, αγάπη μου, αγάπη μόνη, αυτήν την άμμο δεν την παίρνει το κύμα..
Σ’ ευχαριστώ..
Νίκησες!