Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Μόνη της ρούφαγε τον καημό της, μόνη της χάιδευε τον πόνο της.
Πώς να κηδέψει την απώλεια, πώς να γυμνώσει την σιωπή;
Δεν μπόρεσε να λιγοστέψει τον παλμό της, να μην χτυπάει μέσα του, πάνω του, δίπλα του, σ’ό,τι αγγίζει, σ’ό,τι ανασαίνει, σ’ό,τι μυρίζει, σ’ό,τι πονάει. Γιατί όταν πονάει, πονάει κι αυτή.
Πώς να υπάρχει σ’άλλο σώμα, πες μου.
Γιατί αυτό το σώμα δεν της ανήκει. Γιατί δεν ξέχασε ποτέ.
Γιατί δεν μπόρεσε να χωρέσει σ’άλλη αγκαλιά, δεν μπόρεσε να χορτάσει σ’άλλο στόμα. Κι ό,τι κόκκινο απέμεινε το κράτησε πάνω της να της θυμίζει τ’όνομά του.
Σ’εκείνο το κύμα που όταν προσπερνάει λυγίζει η καρδιά μου, εκεί που μεσουρανεί ένα “όχι” και παίρνει υπόσταση ένα “ναι”, εκεί που σ’αγκάλιαζα μια νύχτα με φεγγάρι.
Σ’εκείνο το κύμα που φοβήθηκες ν’αγγίξεις, ν’αγγίξεις πραγματικά, με χέρια αμόλυντα, σαν να πέρασε από μέσα τους η αιωνιότητα.
Σ’εκείνο το αιώνιο χάδι που σφράγισε τα μάτια σου μ’ένα δάκρυ, σε κείνη την ανάσα που έκλεψε το γαλάζιο απ’την θάλασσα και το φόρεσε στην αγκαλιά της, σ’εκείνο που απέμεινε μονάχο να σιωπήσει.
Εκείνο το κύμα που πασάλειψε μ’αλμύρα την ψυχή μας κι όταν αναπνέει πνίγεται, γιατί ονειρεύτηκε πολύ και ξέχασε να ξυπνήσει.
Σ’εκείνο το κομμάτι της θάλασσας που πάντα θά’ναι δικό σου, σ’εκείνο το κύμα πάντα θα γυρνάς να ξαποσταίνεις.