Γράφει η Κατερίνα Κυπρίου
Είχα πιστέψει πως τελείωσα οριστικά μαζί σου. Ήμουν σχεδόν σίγουρη πως δεν θα ξαναέγραφα ποτέ για σένα. Νόμιζα πως είχα κλείσει για τα καλά την πόρτα στο παρελθόν, αφήνοντάς σε έξω απ’ τη ζωή μου. Κατάφερα και να σε συγχωρήσω για όλα αυτά που πέρασα εξαιτίας σου, ακόμα και να σε δικαιολογήσω κάποιες φορές, ίσως γιατί δεν ήθελα να πιστέψω το πόσο σκάρτος ήσουν!
Μα η ζωή δεν σταματά να με εκπλήσσει..
Όσο για σένα, θα σου πω ακριβώς αυτά που αισθάνομαι. Και όχι, αυτή τη φορά δεν θα σταθώ κυρία, όπως τις προηγούμενες. Γιατί τα λάθη σου μπορώ να τα δικαιολογήσω, τις πουστιές σου όμως όχι! Αδυνατώ να πιστέψω όλα αυτά που ανακαλύπτω καθημερινά για σένα. Αρνούμαι να συνειδητοποιήσω ότι τόσα χρόνια τα χαράμισα μαζί σου. Κι όμως, αυτό έκανα.
Τόσο πολύ λοιπόν σε αγαπούσα, που δεν έβλεπα μπροστά μου; Τόσο πολύ σε λάτρευα, που σε είχα για Θεό μου; Όχι, δεν μπορεί να έχω πέσει τόσο έξω. Έχω διαίσθηση εγώ, δε γίνεται να μην είχα αντιληφθεί το τί γινόταν. Οχι σου λέω, όχι! Δεν το πιστεύω, δε γίνεται να ήμουν τόσο αφελής. Σώπα καρδιά μου, σώπα! Ένα κακό όνειρο είναι, θα ξυπνήσεις και όλα θα είναι όπως παλιά…
Μα κάθε μέρα που ξυπνώ, το όνειρο γίνεται εφιάλτης κι εγώ παλεύω να μην τρελαθώ. Παλεύω να νικήσω τους δαίμονες που μου φόρτωσες. Μα πώς να το κάνω, όταν ο μεγαλύτερος δαίμονας κατοικούσε εδώ μαζί μου; Πώς να εξολοθρεύσω τον εχθρό, όταν αυτός κρατούσε την ψυχή μου στα χέρια του; Με τι δύναμη να συνεχίσω να καλύπτω τα αίσχη σου, μου λες; Πόσο ψεύτης ήσουν τελικά; Πόσο καλά φορούσες τη μάσκα σου; Πόσο διπρόσωπος και μικρόψυχος μπορείς να είσαι; Πόση σαπίλα κρύβεις στο κορμί και στην ψυχή σου;
Δεν έχεις καθόλου τσίπα μωρέ, δε νιώθεις καμιά ντροπή στ’ αληθεια; Πως μπορείς να με κοιτάς χωρίς να σκύβεις το κεφάλι, γαμώτο; Ένα φίδι ήσουν τελικά, ένα φίδι που το τάιζα στο στόμα κι αυτό μεγάλωνε, μεγάλωνε, ώσπου με δάγκωσε! Τόσο, μα τόσο άτιμος λοιπόν, εκτός από προδότης; Πόση απογοήτευση ακόμα θα με κεράσεις; Πόσο πιο μικρός θα γίνεις στα μάτια μου, βρε ανθρωπάκι; Ποιά κόλαση σε ξέρασε άραγε μπροστά μου;
Σου χάρισα έναν παράδεισο, βλάκα, μα ο διάβολος δεν μπορεί να συνυπάρξει με τον Θεό, γιατί έχει μάθει να ζει στην κόλαση. Εκεί του πρέπει, εκεί του αξίζει! Ω ναι, τώρα το βλέπω καθαρά πως είσαι σπόρος σατανά, κι αν με ρωτήσουν πως βλέπω εγώ τον σατανά, θα πω με την μορφή σου.
Φεύγα λοιπόν απ’ τη ζωή μου οριστικά και μην ξαναβρεθείς ποτέ στον δρόμο μου, μ’ακούς; Εγώ επιλέγω τον παράδεισο που έφτιαξα ξανά κι όχι την κόλασή σου.
Στον δικό μου κόσμο ζουν μόνο άγγελοι, πού φτύνουν τους διαβόλους. Στον κόσμο που ζω εγώ, οι άνθρωποι μπορούν να ντρέπονται ακόμα. Και αφού εσύ δεν ξέρεις τί θα πει ντροπή, θα ντρέπομαι εγώ για σένα!
Για σένα; Για μένα που σε επέλεξα; Ίσως και για τους δυο μας…
Ανάθεμά σε, σατανά…..