Γράφει ο Άγγελος Μοναχικός
Μια ζεστή αγκαλιά του Μορφέα με παρασέρνει σε απόσταση αναπνοής από το άγγιγμα της ψυχής σου.
Μέσα σ’ ένα σκοτεινό δάσος, σε ένα παγωμένο τοπίο.
Ψηλά δέντρα που σου προκαλούν τρόμο, αδιαπέραστα από το φως του ήλιου, αφιλόξενα σε κάθε ζωντανή ύπαρξη κι εγώ πρέπει να ψάξω την χαμένη σου ψυχή.
Δειλά τα πρώτα βήματα μου, τα δέντρα φωνάζουν και με αποθαρρύνουν.
Στο βάθος του δάσους ξεσπούν ουρλιαχτά.
Όχι δεν θα σταματήσω, θα αντιμετωπίσω τους φόβους μου.
Πρέπει να την βρω.
Περπατώ χαμένος στο σκοτάδι, ακουμπώ τα παγωμένα δέντρα κι εκείνα με αποδοκιμάζουν.
Ένας αέρας δυνατός δεν με αφήνει να δω, σκόνη και φύλλα χτυπούν επάνω μου με δύναμη, αλλά δεν σταματώ πρέπει να συνεχίσω, πρέπει διάολε.
Νιώθω σκιές να με παρακολουθούν, τις νιώθω να με πλησιάζουν.
Κλείνω τα μάτια μου και προχωρώ, ουρλιάζουν δίπλα μου, με σπρώχνουν, με πετούν κάτω.
Εγώ ξανασηκώνομαι και τρέχω να ξεφύγω, πέφτω μα ξανασηκώνομαι.
Πρέπει να τα καταφέρω.
Πρέπει να σε βρω.
Μια γνώριμη μυρωδιά μου φέρνει ο δυνατός αέρας.
Ναι ναι, είναι το αρωμά της.
Τρέχω δυνατά βάζοντας όλες μου τις δυνάμεις που μου έχουν απομείνει, μα η μυρωδιά σου χάνεται.
Σταματάω λαχανιασμένος.
Δεν μπορεί να έκανα λάθος, δεν μπορεί!
Σηκώνω το κεφάλι μου και δίπλα σ’ ένα δεντράκι η μορφή σου.
Σε πλησιάζω μα η μορφή σου χάνεται στο σκοτάδι κι εγω τρέχω φωνάζοντας τ’ όνομα σου δυνατά.
Σε προφτάνω αλλά δεν έχω άλλες δυνάμεις.
Περίμενεεε ουρλιάζω μα χάνεσαι ξανά στο σκοτάδι.
Τα δέντρα τελειώνουν.
Πάνω σ’ ένα βράχο όρθια εσύ, ναι είσαι εσύ στο χείλος του γκρεμού.
Σε βρήκα αναφωνώ και τα δάκρυα μου χείμμαρος στο πρόσωπό μου!
Ψυχή μου, σου ψιθυρίζω.
Σε πλησιάζω με αργά βήματα.
Έλα μαζί μου σου λέω με τρεμάμενη φωνή, είναι αργά μου απαντάς.
Μην το κάνεις σου λέω είμαι εδώ να σε βοηθήσω.
Είμαι λίγα βήματα πίσω σου για να σε σφίξω στην αγκαλιά μου.
Κι εσύ;
Ένα μπρος στο Θάνατο, η επιλογή σου.
Ουρλιάζω μονάχος μου στο καταϊδρωμένο μαξιλάρι.
Ο ίδιος εφιάλτης.
Ξανά και ξανά…