Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Ο Θεός υποκλίθηκε μπροστά σε αυτόν τον έρωτα.
Και αυτοί οι δυο υποκλίνονταν ο ένας στον άλλον. Υποκλίνονταν, γοητεύοταν, ανακάλυπταν και τρόμαζαν συνάμα από την ένταση των συναισθημάτων. Όλα ήταν αλλιώτικα, όλα ήταν καινούρια και δυνατά. Έντονα και πρωτόγνωρα!
Ένας έρωτας γεννήθηκε και μεγάλωνε μπροστά τους, ένας έρωτας παιδί δικό τους. Ένας απίστευτα δυνατός έρωτας που έκανε τα πόδια τους να κόβονται, που έκανε τις καρδιές τους να σπάνε, κάθε φορά που ενώνονταν. Παραδομένα σώματα, ψυχές έρμαια στο πάθος και κορμιά εξαρτημένα απ΄τον πόθο. Ανήμποροι να αντιδράσουν σε αυτή την θύελλα που τους παρέσυρε σε ηδονές και οργασμούς. Μεθυσμένες σάρκες, έτοιμες να θυσιαστούν κάθε φορά στον βωμό του έρωτα τους. Κάθε φορά και πιο απόλυτα, κάθε φορά και πιο αρμόνικα, κάθε φορά και πιο ένα. Το απόλυτο ένα!
Ναι! Αυτοί οι δυο είχαν γίνει ένας άνθρωπος, είχαν γίνει ένα πρόσωπο, μια ψυχή, μια ύπαρξη! Δυο πρώην ελεύθεροι άνθρωποι, είχαν γίνει αιχμάλωτοι πια, ο ένας στην φυλακή του άλλου. Σε μια οικειοθελή αυτό-φυλάκιση, σε μια άνευ όρων παράδοση, χωρίς κανόνες και πρέπει. Τα μόνα πρέπει τους ήταν το “μαζί”, τα μόνα πρέπει τους ήταν το “εδώ” και το “τώρα”, ήταν το “μου ανήκεις” και το “είσαι δικός μου”. Και τα “θέλω” τους τόσο δυνατά και τόσο ανεξέλεγκτα.
Άλλωστε, πότε τα “πρέπει” νίκησαν τα “θέλω”; Πότε η φωτιά σταμάτησε με φωτιά;
Ποτέ;
Με αυτούς τους δυο όλα ήταν “πολύ”, όλα ήταν στο τέρμα.
Λες και ξαναγεννήθηκαν από την αρχή, σαν νεογέννητα που ανακάλυπταν τον κόσμο, που ανακάλυπταν συναισθήματα άγνωστα. Δυνατή ένωση, δυνατή έλξη, μα συνάμα και δυνατοί καβγάδες, δυνατή κτητικότητα και μια άγνοια κινδύνου επικίνδυνα καταστροφική.
Μέσα στα άγνωστα και νέα συναισθήματα, ήρθε και η ζήλια!
Η ζήλια που κανείς από τους δυο δεν την είχε ξανανιώσει, κανείς δεν γνώριζε την ύπαρξη της και τις συνέπειες της, την δύναμη της και πως να την διαχειριστούν. Την ζήλια που τους μεταμόρφωνε σε κάτι άλλο! Που γκρέμιζε ότι έχτισαν, που κατέστρεφε ότι δημιούργησαν, που τους τσάκιζε και τους αγρίευε. Την ζήλια που τους έκαιγε τα σωθικά, που τους έκανε αγρίμια, έτοιμα να κατασπαράξουν την ίδια την αγάπη, έτοιμα να ξεσκίσουν τον έρωτα και να σκοτώσουν τους ίδιους τους τους εαυτούς. Που άδειαζε τις ψυχές τους από κάθε τι καλό και τις γέμιζε με εγωισμό, με πόνο, με ανασφάλεια και με θυμό. Ένα θυμό που σκέπαζε τα πάντα, έναν εγωισμό που δεν έβλεπε τι ερχόταν και που τους οδηγούσε, που τους πήγαινε κατευθείαν στον γκρεμό χωρίς να το ξέρουν.
Δεν μπορούσαν να την ελέγξουν γιατί δεν την γνώριζαν, δεν μπορούσαν να την μαζέψουν γιατί ήταν ένας ύπουλος εχθρός που έπαιρνε άλλες μορφές και τους ξεγελούσε, τους πλημμύριζε με ανασφάλειες ανύπαρκτες και αδικαιολόγητες. Τους έκανε θηλιές που ένας έπνιγε τον άλλον. Τους έκανε κατακτητές χωρίς έλεος και χωρίς όρια, δυνάστες της ελευθερίας του άλλου.
Τώρα πια, ήταν δυο θυμωμένοι ερωτευμένοι, ήταν δυο θολωμένοι εραστές, δυο άνθρωποι που περπατούσαν σε επικίνδυνα και αχαρτογράφητα νερά. Γκρίζα σύννεφα άρχισαν να μαζεύονται από πάνω τους.
Τώρα, το απόλυτο “ένα” είχε χάσει τις στοιχειώδης διαχωριστικές του γραμμές, είχε ενωθεί τόσο πολύ που δεν υπήρχαν σύνορα και χώρος για να αναπνεύσουν. Πνιγόταν και οι δυο, ασφυκτιούσαν, πέθαιναν, από ζήλια, από εγωισμό, από ένταση και άγνοια.
Τώρα πια, δεν ήταν “ένα”, ήταν ένα βίαια διαχωρισμένο “ένα”, που γίνονταν δυο.
Τώρα πια, τα “πρέπει” δυνάμωναν επικίνδυνα και τρόμαζαν τα “θέλω”.
Το παιχνίδι έδειχνε χαμένο!
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…