Γράφει η Δωροθέα Σαμαρά
Φανάρι κόκκινο και περιμένω. Περιμένω παρέα με τη ζεστασιά του αυτοκινήτου, που με σκεπάζει αυτό το κρύο χάραμα. Ένα ζευγάρι με προσπερνάει πάνω σε μία μηχανή και σταματάει μπροστά μου. Η σκέψη μου σκαλώνει πάνω στην όμορφη, νεανική παρουσία στο πίσω κάθισμα, που προσπαθεί να προφυλαχτεί από το κρύο. Τυλιγμένα τα χέρια της γύρω από το κορμί που βρίσκεται μπροστά της, σχεδόν ολόκληρη δεμένη πάνω του, την ζεστασιά του προσπαθεί να νιώσει, έστω και για λίγο. Κι εκείνος απλώνει το χέρι του και της χαϊδεύει απαλά το πόδι. Χάδι όχι πονηρό, χάδι όχι ερωτικό, απλά μόνο με αγάπη δεμένο, σε μία προσπάθεια να της προσφέρει για λίγο την ψευδαίσθηση μίας κάποιας ζεστασιάς. Κι εγώ χαμογελάω!
Χαμογελάω και συλλογίζομαι πόσα χάδια και πόσα λόγια αγάπης βρίσκονται πολύ καλά κρυμμένα και κωδικοποιημένα στην κάθε μία μέρα μας. Μυστικοί κωδικοί που ανυπομονούν να αποκωδικοποιηθούν.
Η στιγμή που δυο χέρια κλείνουν μέσα τους τα δικά σου τα παγωμένα, είναι ακριβώς εκείνη η στιγμή που τα χέρια αυτά σου λένε : ”Είμαι εδώ για να σε ζεστάνω. Σ’ αγαπάω, δε θέλω να μού κρυώνεις”. Τη στιγμή που δύο μάτια σε κοιτούν με ανησυχία και δυο χείλη σού λένε πως έξω έχει κρύο, να ντυθείς καλά, είναι απλώς η στιγμή που μια ψυχή σού φωνάζει : ”Αγάπη μου, ανησυχώ μη μου κρυώσεις τώρα που θα είσαι μακρυά από τη δική μου αγκαλιά”.
Άραγε, πόσες φορές εκείνο το ” να προσέχεις ” σού φάνηκε τόσο λίγο ή τόσο ενοχλητικό; Πόσες φορές, όμως, είδες πόση αγάπη ήταν κρυμμένη πίσω από τις δύο αυτές λέξεις; Τις γύρισες πότε ανάποδα, για να δεις τι έγραψε μια ψυχή από την πίσω πλευρά τους; ”Να προσέχεις, γιατί μού είσαι τόσο πολύτιμος και φοβάμαι. Φοβάμαι μη μού πάθεις κάτι. Τι θα απογίνω εγώ χωρίς εσένα; Σ’ αγαπάω ”.
Βράδια που ξαγρύπνησαν τα μάτια να κοιτούν την πόρτα, να ακουστεί ο ήχος από τα κλειδιά, προτού κλείσουν κι αυτά να αποκοιμηθούν με ηρεμία πια. Ψυχές καρφωμένες πάνω από ένα τηλέφωνο που ανυπόμονα προσμένουν να δουν μια κουβέντα γλυκιά ή απλώς να ακούσουν τον ήχο της φωνής που λαχταρούν. Άραγε γιατί;
Γιατί τόσες όμορφες πράξεις και λόγια αγάπης παρερμηνεύονται και αρχειοθετούνται σε λάθος κουτιά στα ράφια του μυαλού; Δεν είναι παράπονο το ” πού χάθηκες ”, μωρό μου. Δεν είναι παράπονο. Ούτε το ” περίμενα όλη μέρα μία κουβέντα σου ” είναι παράπονο. Είναι μόνο το μυστικό που εσύ δεν είδες. Είναι η υπέροχη αποκάλυψη ενός μυαλού που σού λέει πως έχεις κερδίσει την σκέψη του και μέσα της ζεις!
Και μιας καρδιάς, που αφιερώνει τους πολύτιμους χτύπους της σε σένα, προσδοκώντας απλώς και μόνο μία σου κουβέντα. Είναι τα τόσα ”σ’αγαπώ” της, που κατεβάζουν λυπημένα το κεφάλι, όταν εσύ τα ονομάζεις ”παράπονα και γκρίνιες”. Μήπως, αν κλείναμε τα μάτια του προσώπου μας κι ανοίγαμε μόνο τα μάτια της ψυχής μας, βλέπαμε πολύ πιο καθαρά εν τέλει;