Μη γυρνάς, κι ας είσαι ο μεγάλος μου έρωτας. Δεν είμαι πια εδώ για σένα..
Γράφει η Blonde Commando
Πέρασαν δύο χρόνια από την τελευταία φορά που σε είδα. Μου είχες χτυπήσει το κουδούνι του σπιτιού για να φέρεις κάτι δήθεν, ψάχνοντας εμφανώς μία δικαιολογία για να εξηγήσεις τα αδικαιολόγητα. Σου άνοιξα δειλά την πόρτα. Τα γόνατά σου έτρεμαν σαν αυτά ενός μικρού παιδιού μπροστά στην προοπτική της τιμωρίας. Φορούσα ένα λευκό φόρεμα που αναδείκνυε το καραμελένιο χρώμα των διακοπών. Μαλλιά πιασμένα ψηλά και γαλάζιες γόβες. Σε κοίταξα διαπεραστικά με ένα βλέμμα που φώναζε «Με απογοήτευσες», έχοντας όμως πλήρη συναίσθηση της εξουσίας μου πάνω σου. Ύστερα έκλεισα την πόρτα. Όπως ένα από τα πρώτα μας βράδια που μου φώναζες «Έλα μαζί μου σε παρακαλώ» κι εγώ σου έκλεινα την εξώπορτα και έφευγα. Όπως εκείνο το βράδυ που τσακωθήκαμε στο αμάξι σου κάτω από το σπίτι μου και έκλεισα ξανά την εξώπορτα χωρίς ποτέ να γυρίσω να σε κοιτάξω.
Μόνο που αυτή τη φορά ήταν αλλιώς. Αυτή τη φορά η κόκκινη γραμμή της σχέσης μας είχε ξεπεραστεί. Και είναι αυτές οι κόκκινες γραμμές που οριοθετούν τα διαφορετικά κεφάλαια της ζωής μας. Κάποιος τις ξεπερνάει και κάτι τελειώνει. Στην επόμενη σκηνή βρίσκεσαι να μαζεύεις τα πράγματά σου από το γραφείο σου. Ή να ξεφορτώνεσαι τις φωτογραφίες του άνδρα που λάτρεψες. Ή να εξαφανίζεις στη βιβλιοθήκη εκείνο το βιβλίο που σου χάρισε μία φίλη με την οποία δεν μιλάς πια. Κάθε φορά αναρωτιέσαι πόσο πιο απλές θα ήταν οι ανθρώπινες σχέσεις αν αυτές οι αόρατες κόκκινες γραμμές ήταν ορατές σαν τα τατουάζ στο δέρμα μας. Πόσα λάθη θα απεύφεγαν οι άνθρωποι και πόσο πόνο!
Όμως εκείνο το φθινόπωρο δεν μπόρεσα να αποφύγω την κόκκινη γραμμή της δικής σου μαχαιριάς. Εγώ που σε αγαπούσα τόσο πολύ και που υπήρχα για να βλέπω το χαμόγελό σου και να μυρίζω το λαιμό σου. Φθηνά ξεπουλημένη από ότι λάτρεψα τόσο βαθιά. Έμειναν τα κόκκινα σημάδια από εκείνο το κορίτσι που σκότωσες και που δεν το θυμάμαι ούτε η ίδια πια. Μαζί με τα κόκκινα δειλινά των τελευταίων ημερών του καλοκαιριού που θα δώσουν τη θέση τους σε κόκκινες φυλλωσιές. ‘Ερχεσαι πάλι και ζητάς να με δεις. Τι νομίζεις ότι έμεινε ίδιο σε έναν κόσμο που καθορίστηκε από τις δικές σου καταστροφικές πράξεις; Μόνο τα σκηνικά του φθινοπώρου θαρρείς πως επαναλαμβάνονται στο χρόνο.
Η γυναίκα που σε αγάπησε έχει γίνει μια άλλη από τότε που έφυγε. Για την ακρίβεια δεν ξέρει αν έχει μείνει μια ελάχιστη γωνίτσα στην καρδιά της για σένα, που είχες άπλετο χώρο και τον χρησιμοποιήσες για να μετατρέψεις μια ρομαντική ιστορία σε splatter. «Στείλε μου μια φωτογραφία σου» είπες. Φορούσα πάλι λευκά όπως την τελευταία φορά που με είδες. Ίσως σκέφτηκες ότι δεν άλλαξε κάτι. Όμως αυτές οι κόκκινες γραμμές είναι σαν τους σελιδοδείκτες. Αν τις μετακινήσεις θα βρεθείς σε μια εντελώς καινούρια σελίδα.
Σε αυτό το κεφάλαιο εγώ δεν είμαι πια δική σου κι εσύ είσαι απλά ένας ξένος. Το κόκκινο που διακρίνεις δεν είναι οι σόλες των παπουτσιών μου ούτε τα χείλη μου που λαχταρούσαν να σε φιλήσουν. Είναι σταγόνες από το αίμα των ονείρων που έκανα για εμάς κι εσύ τα θυσίασες όλα στο βωμό του βολέματός σου. Μη γυρνάς μεγάλε έρωτά μου, όχι επειδή δεν σε αγάπησα ποτέ αλλά επειδή δεν θα είμαι πια εδώ για σένα!