Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Δεν μπόρεσα ποτέ μου να τιθασεύσω τα συναισθήματά μου.
Είναι τόσο άγρια μερικές φορές που μόνο με άγρια άλογα τα παρομοιάζω. Ξεχύνονται μέσα μου κάθε φορά και με παρασέρνουν σε ατέλειωτα ταξίδια μαζί σου Δεν έχω άλλωστε παράπονο, γιατί δεν θά’θελα να ήταν διαφορετικά. Παιδί ανέμου και κόρη της άγριας θάλασσας δεν τα φοβήθηκα ποτέ μου. Τ’αφήνω να καλπάζουν, να ταξιδεύουν σε μέρη μαγικά, σε τοπία ονειρεμένα. Στην αγκαλιά σου που μοσχομυρίζει λουλούδια και ηδονές. Σε έναν έναστρο ουρανό που υποθάλπει τους προδομένους καημούς μας. Στην θάλασσα που όταν βαθιά ανασαίνει, κλείνεις τα μάτια σου και σπαράζεις μέσα μου τον οργασμό σου.
Αγάπησα με πάθος ό,τι με σκότωνε. Έτσι δυνάμωνε η ψυχή μου! Έτσι δυνάμωναν και τα συναισθήματά μου. Γιατί σ’αγάπησα μ’όλη την δύναμη της καρδιάς μου. Κι αντέχω ακόμη να σ’αγαπώ μ’εκείνο το ατέρμονο τραγούδι στο στόμα που μύρωσα με τ’άρωμά μου για να σου στολίζει τις ατελείωτες νύχτες. Να σου κεντάει μέσα στους πόθους της ψυχής σου, ασημένια όνειρα στο στόμα φιλημένα. Να ψιθυρίζει στις όμορφες αυγές σου κείνη την ανάσα που δεν χορταίνω να σου δίνω. Κι εκείνη την πνοή που άφησα μέσα σου καρφιτσωμένη πάνω στις φλέβες σου να ρέει. Κι εκείνη την αμέριστη τρυφερότητα που πάντα θα σμιλεύει το δάκρυ απ’των ματιών σου την εικόνα.
Εκεί θα με βρίσκεις, εκεί μέσα στα μάτια της ψυχής σου, εκεί μες στον ήχο της θάλασσας που κλαίει για σένα όταν ακούει τον παλμό της ανάσας μου. Εκεί που η θύμησή μου αγριολούλουδα φυτεύει και πασπαλίζει στο δέρμα σου γλυκόπικρο ανέμισμα γιασεμιού. Κι εκεί όπου το φεγγάρι θα λαμπυρίζει το “σ’αγαπώ” που ποτέ δεν σου πήρα. Κι αν δεν μπορέσω ποτέ να τιθασεύσω τον πόθο μου για σένα, τουλάχιστον θα έχω την τιμή να καλπάζω άγρια μαζί του!