Γράφει η Βασιλική Κοτλίτσα
Νιώθω να φοβάμαι την αγάπη, τον έρωτα και τη συντροφιά. Νιώθω πως φοβάμαι να αγαπήσω και να αγαπηθώ, να δώσω και να μου δώσουν, να προσφέρω και να μου προσφέρουν. Φοβάμαι νομίζω τη δέσμευση και τα αισθήματα που θα νιώσω. Το πολύ και το λίγο που θα γίνουν καθημερινότητά μου. Τις βόλτες μου που θα τις μοιράζομαι και τα όνειρα που θα λέω σε εκείνον τον έναν που θα συναντήσω.
Φοβάμαι τα βράδια μου που δε θα είναι πια άδεια και το κρεβάτι μου που θα γεμίσει ζωή. Φοβάμαι ακόμα και το σκοτάδι μου που θα γίνει μέρα, και τη ζωή μου που θα αλλάξει ξαφνικά. Τη λύπη μου που θα γίνει χαρά και τα βουβά μου δάκρυα που θα πάρουν και πάλι φωνή. Φοβάμαι τη φωνή που θα με καλεί κοντά της και εγώ θα απομακρύνομαι. Τα μάτια που θα με κοιτούν και εγώ θα αναρωτιέμαι.
Τη συνήθισα τη μοναξιά μου. Συνήθισα το πόνο της και την οργή της. Την ηρεμία της και τη συντροφιά της στις δύσκολές μου μέρες. Την ωριμότητα του για πάντα και την αγκαλιά που θα με έπαιρνε τις νύχτες. Τα λόγια που θα μοιραζόμουν μαζί της και τις κρυφές επιθυμίες που θα της εκμυστηρευόμουν.
Φοβάμαι πολύ το αύριο που θα ξημερώσει. Τόσο πολύ, που φοβάμαι να προχωρήσω.