Γράφει η Δήμητρα Γιαννοπούλου
Δεν ήταν ποτέ μαζί·μα ούτε χώρια υπήρξαν ποτέ. Δεν ήξερε ποιο είναι το αγαπημένο της χρώμα, ούτε πώς πίνει τον καφέ της· ήξερε όμως πώς μυρίζουν τα μαλλιά της και ότι περπατάει στις μύτες των ποδιών της όταν είναι ξυπόλητη. Δεν ήξερε πού μένει, πώς είναι το σπίτι της, αν της αρέσουν τα λουλούδια… ήξερε όμως πώς μοιάζει το πρόσωπό της όταν χαμογελάει και πώς γέρνει το κεφάλι της όταν ντρέπεται.
Δεν την είχε ρωτήσει ποτέ τί αγαπάει και τί φοβάται, μα είχε νιώσει τα χέρια της να τυλίγονται γύρω του…Να τον σφίγγει πάνω της, όπως σφίγγουν οι μόνοι το μαξιλάρι τα βράδια για να κοιμηθούν. Όπως σφίγγουν οι ερωτευμένοι το γυμνό κορμί. Δεν της είχε μιλήσει ποτέ για έρωτα, ούτε της είχε υποσχεθεί την επόμενη μέρα, κι έτσι εκείνη σε κάθε τους φιλί, έχτιζε και μια ανάμνηση. Εκείνη, σε κάθε τους φιλί, έκλεβε λίγη απ’την τρυφερότητά του.
Εκείνος, έφευγε πάντα, χωρίς ποτέ να της πει αντίο. Έφευγε κι άφηνε την πόρτα πίσω του ανοιχτή. Κι όταν εκείνος έφευγε, εκείνη πέθαινε. Κι όταν γυρνούσε, τη σκότωνε.