Γράφει η Πένυ Σίμου
Είμαι μια παλιά βαλίτσα με άχρηστα πράγματα. Σε ποιον να λείπω; Και γιατί στην τελική; Αφού είμαι άχρηστος πια. Στους ανθρώπους λείπει μονάχα αυτό που χρειάζονται. Δε ξέρουν οι άνθρωποι να εκτιμούν κάτι που μπορεί να μη χρειάζονται, αλλά θέλουν. Ποιος θα φόραγε ξανά ένα χιλιοφορεμένο φόρεμα; Ποια χείλη θα χρησιμοποιούσαν ξανά ένα μισοτελειωμένο κραγιόν; Ποια μουσική θα ακουγόταν στα στέκια που συχνάζετε τώρα μαζί; Καμία, που να θυμίζει εμένα. Πάλιωσα εγώ για εσένα. Ξεθώριασα. Και είναι λογικό, μετά από όλα. Τι να την κάνεις τη βαλίτσα που το χρώμα της από καφέ έγινε πράσινο και τα χερούλια της κόπηκαν; Την αντικαταστείς.
«Να δένεσαι», μου λέγανε και το μυαλό μου έφερνε χίλιες στροφές ανάποδα. Τι είμαι για να δένομαι; Κορδόνι; Και άντε, ας πάει στο διάολο, δέθηκα. Όταν έρθει η ώρα να λυθώ, ποιος θα τραβήξει αυτές τις άκρες μου για να σκορπίσω στο πάτωμα; Ποιος θα ‘ναι τόσο θαρραλέος για να μου πει, πως αυτό πρόκειται να πονέσει; «Να αφήνεσαι, να μην κρατάς τίποτα για σένα». Αλτρουϊσμός στο μεγαλείο του! «Χαλί να γίνεσαι, όταν αγαπάς». Ναι, να στρωθώ στο πάτωμα να περνάνε οι άλλοι από πάνω και να λέω ευχαριστώ. Δε σφάξανε.
Αυτά λέω τώρα, είδες; Έτσι κατάντησα. Να αυτοαναιρούμαι. Τι σημασία έχει; Ποιον θα πειράξει; Εμένα ταράζει μόνο. Όλα τα υπόλοιπα είναι υπό έλεγχο. Όλα τα υπόλοιπα τα κοντρολάρεις εσύ, ξέρω. Δε σε φοβάμαι. Ούτε εμένα φοβάμαι. Αν ξέρω να κάνω κάτι καλά, αυτό είναι το να επιβιώνω. Και έχω ζήσει χίλιες ζωές σαν τη δική σου. Δε με τρομάζει η απόστασή σου. Δε με ενοχλεί η σκόνη. Το χρώμα μου γίνεται πράσινο με τον καιρό, αλλά η ουσία παραμένει η ίδια.
Ήμουν από εκείνους που δεν άκουγαν, όταν τους φώναζαν να προσέχουν. Και έτσι, έμαθα με το δύσκολο τρόπο. Δεν πειράζει, έμαθα καλύτερα. Θέλω να πιστεύω, τουλάχιστον, πως έμαθα καλύτερα. Με άφησαν σε ένα χωράφι και μου είπαν να ζήσω. Να βρω τρόπο, λέει, να επιβιώσω.
Και βρήκα. Το ξέρεις καλύτερα από τον καθένα αυτό. Μόνο εσύ, το ξέρεις βασικά. Έτρεξα, μάτωσα, δάκρυσα, χτύπησα, κρύωσα και πέθανα εκατό φορές. Και κάθε φορά ξυπνούσα κρύβοντας κάτι περισσότερο από δύναμη. Έκρυβα πείσμα. Το μάζευα σαν μυρμήγκι, για τις ημέρες που θα μου έλεγες να φύγω. Έχω μπόλικο τώρα μαζεμένο. Σαν τις καμήλες που τρέφονται με το λίπος τους, το καίω μέρα με τη μέρα για να χαλαρώσω τα λουριά που μας ενώνουν. Το καίω για να ζεστάνω αυτή την πουτάνα τη ψυχή μου. Αχ, άλλη πουτάνα σαν αυτή δε γνώρισα ποτέ μου. Ποτέ δεν είδα κάτι τόσο καταστροφικό όπως η ψυχή μου. Αλλά είναι δική μου, τι να κάνω; Την προσέχω όσο μπορώ. Ο καθένας ζει με ό,τι του έχει δοθεί.
Και εγώ είχα δοθεί σε εσένα. Και τώρα ζεις χωρίς εμένα. Τι ζωή κάνεις; Πόσο γελάς; Πόσο πολύ αγαπάς; Γιατί εγώ γελάω σπάνια και αγαπάω ψόφια. Τίποτα, τίποτα… Μια ψόφια κατάσταση, ένα μέτριο ρομάντζο, ένα μισοτελειωμένο σεξ, ένα πιάτο μακαρόνια με κιμά παγωμένα, ένας Σούπερμαν εθισμένος στο να σνιφάρει κρυπτονίτη.
Αυτά είναι τα δεδομένα. Μια βαλίτσα, παλιά, πράσινη πλέον. Καθόλου καφέ. Χωρίς χερούλια. Σκονισμένη. Ούτε για τους λάτρες του vintage δεν κάνει. Αυτά.