Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Έφυγες, αλλά δεν μπόρεσα ποτέ να σ’εγκαταλείψω.
Υπήρχες μέσα μου σαν όραμα, σαν φωνή που δεν μπορούσα να ακουμπήσω κι όμως μου ήταν τόσο οικείο λες και ήσουν εκεί.
Εκεί απ’όπου δεν έφυγες ποτέ. Μέσα μου, τόσο βαθιά, σαν μια θύελλα που λυσσομανάει.
Θά’θελα να ήμουν πολλά, παρά το τίποτα που δεν σου θυμίζει κάτι.
Αυτό το κάτι που χτίζαμε χρόνια, αυτό το κάτι που ορκιστήκαμε να υπηρετούμε.
Αυτό που κάποτε μας έκανε να λάμπουμε από ευτυχία, από χαρά, από έρωτα, από ζωή.
Γιατί όταν πια δεν θα έχω κάτι να προσθέσω, κάτι να πω, κάτι να αφήσω, όταν θα έχει περάσει όλη μου η μορφή από μέσα σου, τότε θα καταλάβεις πόσο “σου ανήκω”.
Αλλά λείπεις και λυγίζω. Μια μέρα θα σου φωνάξω τόσο δυνατά που θα μ’ακούσουνε τα πουλιά και θα σου φέρουνε το σ’αγαπώ μου.
Μα απ’την άλλη σκέφτομαι έναν λόγο να σου γράψω, έναν λόγο που να χτυπήσει την ψυχή σου συθέμελα.
Δεν μου άφησες όμως λόγο να υπάρχει, λόγο να πρέπει να διατάξω την περηφάνια μου