Δεν ήθελα απλά να μ’αγαπήσεις, να με καταλάβεις ήθελα.
Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Δεν ήθελα απλά να μ’αγαπήσεις, να με καταλάβεις ήθελα.
Να καταλάβεις ότι είμαι πλασμένη από έναν σωρό με λεπτομέρειες, αυτές που ξερνούν την προχειρότητα με ευκολία και συνθέτουν μια αόρατη, μια επιτηδευμένη δυσλεξία.
Αυτές που διανύουν χιλιόμετρα ψάχνοντας, όχι το ιδανικό, όχι το πολύ φορεμένο, αλλά αυτό που μετριέται με την συνάφεια της ματιάς, με την ευδοκίμηση της επανάστασης.
Αυτό που εξαγνίζει το ανούσιο και φοράει τον ήχο κατάψυχα.
Αυτό που δεν φαίνεται με γυμνό μάτι, που θέλει να αντικρίζει το λίγο ακόμα, εκείνο που ονοματίζει την κατάνυξη σε αγκάλιασμα.
Είναι το αγκάλιασμα που δόθηκε νωρίς και εξάλειψε το περίσσευμα.
Είναι που περίσσεψε η άγνοια κι αφάνισε την ευαισθησία.
Γι’αυτό μη μου λες για λεπτομέρειες, γιατί πάντα η λεπτομέρεια κάνει την διαφορά.
Κι εγώ είμαι μια λεπτομέρεια που ποτέ δεν θα ξεχάσεις.
Ήθελα ένα ποίημα να αγναντεύει τις λέξεις με ευδαιμονία, να μαγεύει τους ήχους κραυγές κάνοντάς τους.
Ένα ποίημα να αναρριχηθεί μες στην ψυχή και με δεμένα μάτια να καρφιτσωθεί στην προσμονή σου.
Ένα ποίημα να μην κουράζεται, να μην αιμορραγεί μέσα στις ρίμες.
Ένα ποίημα να ράβει τις υποσχέσεις με ασημένια κλωστή ξεχειλώνοντας τους εγωισμούς.
Ένα ποίημα να στερεώνει τα φτερά μου στους ώμους ξεγελώντας τον παράδεισο.
Ένα ποίημα που η ανασεμιά του να μυρίζει γιασεμί, να μουσκεύει τα όνειρα Εωσφόρους οργασμούς.
Κι εσύ, ήθελες ένα ποίημα να σε χρειάζεται, μα εγώ δεν χρειάστηκα ποτέ μου έναν αόρατο θεό.