Γράφει η Δωροθέα Σαμαρά
Τρελός αέρας ξέσπασε, σαν μανιασμένος ταύρος.
Εραστής οργισμένος, που με μένος το θυμό του ξεσπά πάνω στα σύννεφα.
Κι εκείνα, τρομαγμένα από την τόση του την τρέλα, μακρυά του τρέχουν να σωθούν.
Σχήματα αλλάζουν και του κρύβονται θαρρούν. Ανόητα σύννεφα! Ανόητα.
Γλυτώνει απ’τον άνεμο κανείς;
Σε έναν ουρανό απέραντο και άδειο, όσο κι αν τρέξεις, πού να κρυφτείς;
Θολή εικόνα πίσω από τζάμι θολό, στέκεσαι σιωπηλή κι έξω κοιτάς. Μόνο το βλέμμα σου δραπετεύει.
Μόνο αυτό τρέχει στο δρόμο, μέχρι εκεί που προφταίνει να φτάσει, προτού πέσει σε τοίχο και σταματήσει κι αυτό.
Ούτε καν η σκέψη σου δεν τολμά να δραπετεύσει απ’το κλουβί.
Σε έναν κόσμο, που στα μάτια σου απλώνεται απέραντος κι άδειος, εσύ πού να κρυφτείς; Όσο κι αν τρέξεις, το γνωρίζεις καλά. Γλιτώνει απ’τον άνεμο κανείς; Πίσω από τζάμι θολό, στέκεσαι εσύ – εικόνα θολή και θλιμμένη – κι από την έξω πλευρά του, ο κοσμος. Μάτια που κοιτούν, χωρίς ποτέ να βλέπουν. Χείλη που τα σφραγίζει η σιωπή. Πάντα η σιωπή!
Η σιωπή που βασιλεύει σε πολιτείες που λεηλάτησε ο φόβος. Ο ίδιος φόβος το μυαλό σου αγκαλιάζει και το κρατάει σφιχτά, το τυλίγει ασφυκτικά, τόσο, που μέσα του πνίγονται οι σκέψεις, παύουν να ανασαίνουν. Η σάρκα σου, σαν εκείνα τα σύννεφα που αδιάφορα κοιτάς, αλλάζει κι αυτή σχήματα και χρώματα. Μα, αυτήν δεν την φοβάσαι πια.
Έμαθε να δαμάζει τον πόνο, να τον ξεγελά πονηρά στα δικά του παιχνίδια. Για το μόνο που σκιάζεσαι είναι το μυαλό σου, που έχεις αρχίσει να το αναζητάς στις γωνιές που κρυβόταν και πια δεν το βρίσκεις. Μοναχά λίγα ίχνη κοιτάς να αχνοφαίνονται στα σκονισμένα πατώματα της ψυχής σου. Κι αυτά μπερδεύτηκαν τόσο με τα ίχνη της τρέλας, που ζωηρά μέσα σου χορεύει, τρέχει και σαρδόνια γελά.
Και τι θα έχει απομείνει από εσένα, για να θυμίζει εσένα; Μονάχα μια εικόνα θολή – νεκρή πια και άδεια – πίσω από τζάμι θολό. Βρες τρόπο. Βρες τρόπο να κοιτάξεις τον ήλιο. Αν δεν τολμήσεις, πώς θα σωθείς;