Γράφει η Ζωή Τριανταφυλλοπούλου
Καιρό τώρα το μελετάω. Να σου γράψω ένα γράμμα. Μου το ζήτησαν κιόλας. Να κλείσω λένε τον κύκλο. Να σε αποχαιρετήσω. Μα γιατί να το κάνω; Σε έχω δει, είσαι απέναντι μου, εδώ ξημερώνεις καθημερινά, ζεις…
Με ανέστησες πριν 47 χρόνια δίνοντας μου πνοή από τις σάρκες σου. Ήσουν μια γλυκιά γυναίκα που μεγάλωσε σαν υιοθετημένη κόρη μιας πλούσιας κυρίας που φέρω και το όνομά της και εκπαιδεύτηκες για σύζυγος και μάνα. Εννοείται ότι παντρεύτηκες με προξενιό.
Δεν έκατσες ποτέ να βρεις εσένα, δεν μέτρησες σκοτάδια και γιατί. Δεν σ άφησαν. Δεν το διεκδίκησες.
Έμεινες σε μία ηλικία σχεδόν ειδυλλιακή που όλα κυλούν σαν σενάριο από Ελληνική Ταινία. Αυτές τις καλοσκηνοθετημενες.
Όποτε με φώναζες Ζωίτσα μου ο αέρας άλλαζε γύρω μου. Μύριζε καραμέλα ή και βούτυρο. Κάποιες μέρες εκεί στη αρχή του Καλοκαιριού οι κουβέντες σου μου φέρνανε τη μυρωδιά από το γιασεμί στο μπαλκόνι σου που το πρόσεχες και του μιλούσες κλαδεύοντας το με χέρια σου!
Μεγαλώνοντας θύμωσα μαζί σου, σ ακύρωσα βιαστικά κιόλας. Σε αποκαλούσα χαϊδευτικά Πάστα Φλώρα.
Ήσουν μόνιμα σ ένα δικό σου κόσμο που όλα λύνονται μ ένα καλό παστίτσιο μια σπανακόπιτα. Ακόμη καλύτερα με τη γνωστή μαγιονέζα σου, που φίλευες τους πολύ δικούς σου όταν ήθελες να τους ευχαριστήσεις.
Έφυγα από κοντά σου εύκολα και γρήγορα, επανάσταση, ενηλικίωση, κρίση ανεξαρτησίας η κι όλα μαζί. Σε έκανα λίγο διακοσμητική στη ζωή μου. Σε συναντούσα σπάνια σε οικογενειακά τραπέζια που ένιωθα ότι σερνόμουν να συμμετάσχω. Πίστεψα ότι δεν σε χρειάζομαι. Πίστεψα ότι δεν μπορείς να μου προσφέρεις τίποτα παραπάνω από ένα πιάτο φαγητό.
Εδώ και μερικά χρόνια την κοπάνησες μαμά. Εγώ αραίωσα, εσύ έφυγες ολοκληρωτικά. Το μυαλό σου ταξίδεψε σ εκείνες τις παραμυθένιες χώρες που είχες σίγουρα στο μυαλό σου. Η και στην πατρίδα σου την Κρήτη. Έφυγες γιατί δεν κατάφερες να διαχειριστείς όλα τα πρέπει να που είχες μάθει να ζεις ξεχνώντας τα θέλω του είναι σου. Ολομόναχη με παρέα τηγάνια και κατσαρόλες για δεκαετίες. Και καμιά ξεκάρφωτη αγκαλιά από μένα η την άλλη σου κόρη μια κι ο “σύζυγος” σε αντιμετώπιζε ανέκαθεν ως οικονόμο ή και υπηρέτρια του.
Δεν με γνωρίζεις πια. Κάθε φορά που έρχομαι να σε δω, όλο και πιο σπάνια πια, με κοιτάζεις με αυτό το γλυκό σου βλέμμα άλλά όλο απορία: Ποια είσαι κοριτσάκι μου εσύ; Και εγώ θυμώνω. Με την τύχη μου, με τη νέα μας πραγματικότητα, με τις αγκαλιές που δεν σου έκανα και τα σ αγαπώ που δεν σου είπα. Κι έχει σταματήσει γαμωτο ο αέρας να μυρίζει καραμέλα και βούτυρο. Η Ζωίτσα σου μεγαλώνει και φοβάται μαμά. Φοβάται ότι σου μοιάζει και μάλιστα πολύ.
Φοβάται ότι θα συνειδητοποιήσει κάποια στιγμή το αμετάκλητο όσων θέλησε και δεν ήρθαν. Όσων διεκδικούσε να ζήσει αλλά δεν βρέθηκαν στο δρόμο της. Και θα φύγει κι αυτή. Για έναν ονειρικό κόσμο. Άλλωστε από πάντα της ένιωθε ότι κατά λάθος βρέθηκε τούτη τη φορά εδώ πάνω. Λάθος του καλού Θεούλη/διακομιστή.
Και κάθε φορά που κοιτάζω τον καθρέφτη βλέπω ακόμη εσένα. Κι όσο περνούν τα χρόνια όλο και περισσότερο εσένα. Εκεί πίσω από τα υγρά μου μάτια.
Αχ ρε μαμά να ξερες πόσο μου λείπεις.. Είσαι απούσα αν και παρούσα, εδώ απέναντι μου. Ένα πένθος μέσα στη ζωή.
Γαμώτο ξανά, οχι οτι αλλάζει και κάτι βέβαια μ αυτό…