Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Σε περίμενα κι όμως δεν είχα καταλάβει ότι είχες αδειάσει από εμένα.
Πίστευα η ανόητη ότι θα με εκτιμούσες, ότι θα με σεβόσουν.
Αλλά δεν εκτιμούσα και δεν σεβόμουν η ίδια τον εαυτό μου, πως θα το έκανες εσύ;
Εκείνο το συναίσθημα που είχαμε χάθηκε με τα χρόνια, με την φθορά, αλλά εγώ εκείνο αναζητούσα.
Και δέχθηκα αυτό το λίγο που μου πέταξες, αυτό που δίνεις στον γνωστό σου, στον εχθρό σου, σε κάποιον που αντιπαθείς.
Όχι σε κάποιον που αγαπάς, σε κάποιον που ποθείς να τον δεις, ποθείς να του μιλήσεις, ποθείς να τον πάρεις αγκαλιά.
Και παρέμεινα στην γωνία, σε μια γωνία που η ίδια έβαλα τον εαυτό μου.
Έγινα ο κομπάρσος της ίδια μου ζωής.
Της δικής σου δεν ήμουνα ούτε καν κομπάρσος.
Συγγνώμη που δεν κατάλαβα, συγγνώμη που δεν κατάλαβες.
Ίσως αν λείψω να σου λείψω, για να καταλάβεις ότι και οι κομπάρσοι έχουν αξία.
Δεν θέλω να είμαι η γωνία σου, ούτε η καβάτζα κανενός.
Ή ολόκληρη ή τίποτα.
Ή πρώτο τραπέζι πίστα ή τίποτα.
Αυτά μου είπα λοιπόν και τ’αποφάσισα.
Το τι θα αποφασίσεις εσύ είναι δικό σου θέμα.
Εγώ κομπάρσος δεν ξαναπαίζω, ούτε στην δική μου ζωή, ούτε σε κανενός άλλου.
Πρωταγωνίστρια λοιπόν κι όπου βγει.
Αναβάτης του δικού μου αλόγου, της δικιάς μου ζωής.
Να περπατάω στα δικά μου μονοπάτια, στα δικά μου βήματα.
Να καλπάζω κι όπου με βγάλει!