Μάνα, ευχαριστώ που μ’έμαθες να αγαπάω τους λύκους..

Γράφει ο Libertatem ExAnimo
Από μικρος ήθελα να έχω μία μοναχική δουλειά, μακριά από ανθρώπους.
Bλέπεις τους φοβόμουν, φοβόμουν το μίσος, αλλά περισσότερο αυτό που κρυβόταν πίσω από το χαμόγελο τους, κι όποτε ερχόμουν αντιμέτωπος μαζί τους εσκυβα το κεφάλι για να μην χτυπήσουν την καρδιά μου.
Ήθελα να την προστατεψω, έπρεπε να την προστατεψω για να μπορέσω να μεγαλώσω, για να μπορέσω κάποτε να τους κοιτάω καταματα χωρίς να φοβάμαι, έχοντας την καρδιά μου καθαρή.
Ευχομουν πάντα μεγαλώνοντας όλα αυτά που έβλεπα μικρός να ήταν ένα παραμύθι, όπως αυτά που έγραφαν τα παιδικά βιβλία για δράκους και κακούς λυκους, που στο τέλος του παραμυθιού η αγάπη κέρδιζε ή έστω, σαν αυτό που σου έλεγε ο υπέροχος γείτονας σου όταν επαιζες στους δρόμους και ενοχλουσες την μιζέρια του με το γέλιο σου και το παιχνίδι σου.
– Σσσς κάνε ησυχία γιατί θα έρθει ο γυφτος να σε πάρει, και “ποτέ δεν ερχόταν”!
Μπορεί να δακρυζες από φόβο, αλλα ποτέ δεν κατάλαβες το “γιατί”!
Γιατί το δάκρυ σου, του χαριζε χαμόγελο!
Περνάνε τα χρόνια και εκεί που αρχίζω να έχω απαντήσεις στα χιλιάδες “γιατί” που είπα στην παιδική μου ηλικία, κοιτάω πίσω μου και βλέπω αυτή που προστατευα, σκορπια σε χιλιάδες κομμάτια, όσα και τα “γιατί” που είχα πει.
Δεν γίνεται να γυρίσω πίσω να τα μαζέψω αλλά και να μπορούσα, ίδια δεν θα γινόταν ποτέ.
Κάτι έπρεπε να κάνω για να μπορέσω να συνεχίσω να μεγαλώνω, ώσπου είχα μία υπέροχη ιδέα!
Να δώσω το πολύτιμο μου! Το μόνο που μου είχε απομείνει και έτσι έκανα.
Ναι, άρχισα άρχισα να δίνω ψυχή, αλλά αυτή τη φορά κοιτάζοντας στα μάτια τους παραλήπτες!
Αυτή τη φορά δεν φοβάμαι και ας ξέρω ότι θα έχει το ίδιο αποτέλεσμα με την καρδιά μου.
Άλλωστε είμαι ευγνώμων που έχω και δίνω, που έδωσα γιατί είχα!
Και φτάνουμε στο σήμερα.
Περιτριγυρισμενος από δράκους και λυκους, ντυμενοι άνθρωποι.
Φτάνουμε στο… “μανα μεγάλωσα”!
“Μάνα, εδώ κερδίζουν οι δρακοι και οι λύκοι.”
“Μάνα, εδώ όσοι αγαπάνε πεθαίνουν.”
“Μάνα, ευχαριστώ! Ευχαριστώ που μου έμαθες να αγαπάω ακόμα και αυτούς !