«Θάλασσα μάνα αρμύρα μου εσύ γαλάζια μοίρα»

Γράφει η Αναστασία Κακαβά
«Θάλασσα μάνα αρμύρα μου εσύ γαλάζια μοίρα, για παραμάνα στον ώμο χρυσή τον ήλιο πήρα, θάλασσα μνήμη, μαύρο μου ασήμι, πάρ’ την καρδιά μου και κάν’ την νησί, του ανέμου αγρίμι…» πολύ εύστοχα έγραψε κάποτε η Λίνα.
Όταν ο Θεός τιμώρησε τον άνθρωπο για τα αμαρτήματά του και τον έδιωξε από τον παράδεισο αποφάσισε να φανεί φιλεύσπλαχνος, γι’ αυτό του έκανε ένα δώρο.
Για να μπορεί να ταξιδεύει, να ξεχνιέται, να κολυμπά αλλά και να σέβεται τη δύναμή Του δημιούργησε τη θάλασσα.
Πήρε λίγο γαλάζιο από τον ουρανό και μάζεψε τα δάκρυα των ανθρώπων που είχαν ποτίσει τον παράδεισο μέχρι τότε, για να θυμούνται πάντα τι τους πλήγωσε, κι έφτιαξε ωκεανούς ολάκερους. Την έκανε ήρεμη αλλά και φουρτουνιασμένη, σαν τη δική μας φύση, με μυστικά που άλλα έχουν αποκαλυφθεί κι άλλα παραμένουν ακόμη στην άβυσσο, όπως ακριβώς συμβαίνει και με την ανθρώπινη ψυχή.
Την έκανε μάνα, δίνει ζωή αλλά και παίρνει. Την έκανε πλανεύτρα, θαρρείς κι όποιος αρχίζει να ταξιδεύει μαγεύεται και δεν σταματά ποτέ. Την έκανε άλλοτε ζεστή, να δροσίζει αλλά και ψυχρή να αντιστέκεται στο ανθρώπινο άγγιγμα. Την έκανε γυναίκα, πάντα ελεύθερη, ανεξάντλητη και σύντροφο.
Την έχουν σιγοψιθυρίσει σαν στίχο από ποίημα, την έχουν τραγουδήσει, την έχουν λατρέψει και την έχουν φοβηθεί. Απρόβλεπτη και μοναδική στέκει εκεί, να κοιτά τον ουρανό, να αντικατοπτρίζει το φως του ήλιου, να οριοθετεί τον ορίζοντα.
Το μπλε της κρυστάλλινο, καθάριο, χρωματίζει υπέροχα κάθε πίνακα, ζωγραφιά ή ακόμη και βλέμματα. Απόκοσμη η ομορφιά της, ρευστή η φύση της μα σταθερά είναι εκεί όταν τη χρειάζεσαι. Μια βόλτα στο πλάι της κι όλα μοιάζουν πιο ήρεμα, πιο σωστά.
Είναι ήσυχη, η θάλασσα δεν σε ρωτάει «τι έχεις;» απλά στέκεται σιωπηλά δίπλα στην πονεμένη σου καρδιά, κρύβει καλά τα δάκρυά σου που γίνονται ένα με αυτήν, ακούει τους κρυφούς σου πόθους και τους κρατά ως άλλο επτασφράγιστο μυστικό.
Η μυρωδιά της, άρωμα καλοκαιρινό, σου θυμίζει τη χαμένη σου νιότη, τα ταξίδια στα νησιά, τις βουτιές, τα γέλια, τη χαρά! Βαθειά ανάσα κι ευθύς αμέσως γίνεσαι ξανά παιδί, ανέμελο να χτίζεις κάστρα στην άμμο, ώσπου να στα γκρεμίσει εκείνη ή ίδια η ζωή.
Όσοι έχουν μεγαλώσει στο πλάι της δεν την αποχωρίζονται ποτέ κι όσοι δεν την γνώρισαν από τα γεννοφάσκια τους την αναζητούν πάντοτε με λαχτάρα. Άλλοι την κάνουν επάγγελμα, άλλοι την έχουν ως χόμπι κι είναι κι εκείνοι που την εξερευνούν, μα όλοι τους τη λατρεύουν. Η ελληνική μυθολογία την έκανε θεότητα, κόρη της Γαίας και μητέρα του Ουρανού και των Όρεων.
Όσα και να γραφτούν για εκείνη άλλα τόσα δεν θα έχουν αναφερθεί, γι’ αυτό θα κλείσω το άρθρο αυτό με μια ευχή · είθε η ζωή μας να είναι όμορφη σαν το γαλάζιο της, ανάλαφρη σαν την αύρα της, ελεύθερη σαν τα νερά της και ευτυχισμένη σαν την καρδιά όσων την αντικρίζουν!