«Είχες ένα μοναδικό χάρισμα. Μου χάριζες στιγμές απόλυτης ευτυχίας. Σε ευχαριστώ. Σε αγαπώ…»

Γράφει ο Μπάμπης Χ.
Καλησπέρα. Δεν πίστευα ότι θα είχα την ανάγκη να επικοινωνήσω τόσο γρήγορα μαζί σας, μέχρι που είδα ένα σημείωμα του ανιψιού μου και ηθοποιού, Χάρη Τζωρτζάκη, για την απώλεια του αγαπημένου του σκύλου.
Τα λόγια του μπήκαν σαν σφήνα στο μυαλό μου, μου δημιούργησαν πολλαπλά συναισθήματα και αποφάσισα να τα μοιραστώ μαζί σας. Θα μου πει κάποιος ή κάποια, «ρε ψωνάρα είναι ο μοναδικός που έχασε ένα ζωντανό; Είναι ο μοναδικός που έχασε ένα αγαπημένο του κατοικίδιο; Ή επειδή είναι ηθοποιός πρέπει να κάνουμε ειδική μνοία»;
Αυτός που θα πει κάτι τέτοιο, μπορεί να έχει και δίκιο. Αλλά εγώ, διαβάζοντας τα λόγια του, θυμήθηκα το site που εξειδικεύεται στα αγαπημένα γράμματα. Νομίζω ότι ο τύπος, με τα γραφόμενά του, μας ξεπέρασε όλους. Η προσέγγισή του στην απώλεια μας συγκίνησε ιδιαίτερα. Με έκανε να πιστέψω ότι αυτή είναι τελικά η μεγάλη αγάπη, είτε πρόκειται για ανθρώπους, είτε πρόκειται για ζωντανά.
Έτσι απλά, λιτά και κατανοητά σας παραθέτω τα λόγια του. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας.
Μπάμπης Χ.
«Το σύμπαν κινείται στους ρυθμούς του και καλά κάνει. Το δικό μου σύμπαν, έχει προς το παρόν κανει μία παύση. Με ανακουφίζει να μοιράζομαι. Θα ‘θελα να μοιραστώ την ιστορία μου με τον Τάι. Όποιος δε βαριέται, ορίστε.
Πήρα τον Τάι από ένα εκτροφείο Κάνε Κόρσο στη Νέα Μάκρη. Μου έδειξαν τρία κουτάβια και με άφησαν να επιλέξω ένα από αυτά. Τα δύο ήταν κάτι πανέμορφα κοινωνικά κουταβάκια γεμάτα όρεξη για χάδια και παιχνίδια. Ο τρίτος ήταν ο εκλεκτός μου. Ένας φοβισμένος μπούφος, με τα σάλια να του κρέμονται ως το πάτωμα. Πλησίασε διστακτικά τη μάντρα. Είχε χαμηλωμένο το χοντροκέφαλό του και μου ’ριχνε κάτι κλεφτές φοβισμένες ματιές. Έσκυψα να τον χαϊδέψω και το χέρι μου γέμισε τρίχες.
«Ωραία. Είναι φοβίτσας, σαλιάρης και μαδάει! Αποκλείεται να διαλέξει αυτόν!» Σκέφτηκε η Έφη.
Τα μάτια, λέει ο λαός, είναι ο καθρέφτης της ψυχής. Και τα ‘δα τα μάτια του! Πρόλαβα και τα ‘δα, κι ας τα ‘κρυβε επιμελώς αυτός ο μούστρουχος. Είχαν αυτή την καλοσύνη που μόνο μερικά και όχι όλα τα μάτια έχουν. Και μια θλίψη. Βαθειά, απόκοσμη θλίψη. Τον αγάπησα από το πρώτο δευτερόλεπτο. Τον ερωτεύτηκα.
Γρήγορα ανακαλύψαμε ότι ο Τάι ήταν φοβικός. Πραγματικά φοβικός, όχι αυτό που λένε “θέλει το χρόνο του”. Ο Τάι δεν ήθελε το χρόνο του. Ήθελε εμένα και την Εφη. Τελεία. Και δεχόταν χάδια από κανα δυο δικούς μας, μετά από χρόνια προσπάθειας και υπομονής. Ακόμα και τώρα στα τελευταία, με το που μπαίναμε στο ασανσέρ να βγούμε βόλτα, ο Τάι άρχιζε να τρέμει. Κυριολεκτικά να τρέμει. Ρίγος. Κάθε φορά έσκυβα και τον χάιδευα. Κάθε φορά. Προσπαθούσα να του αποσπάσω τη σκέψη από τον απροσδιόριστο φόβο που τον κυρίευε. Επί ματαίω. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα στην πόρτα του ασανσέρ και κάθε ικμάδα της ύπαρξής του σε εγρήγορση μην τυχόν και μας επιτεθούν τίποτα εξωγήινοι.
Τα πρώτα δύο χρόνια αφιερώσαμε άπειρο χρόνο για εκπαίδευση, δική μας κυρίως, και έπειτα του Τάι. Προσπαθήσαμε με χίλιους, πραγματικά με χίλιους τρόπους να τον κοινωνικοποιήσουμε. Μάθαμε την Καισαριανή παρέα. Εκείνη την περίοδο υπέφερα από φοβερές κρίσεις πανικού και οι βόλτες με τον Τάι με βοηθούσαν. Στην πραγματικότητα σταμάτησα να εστιάζω στο μεγάλο και ωραίο Εαυτό μου και άρχισα να νοιάζομαι για κάποιον που με είχε πραγματική ανάγκη. Ο Τάι με χρειαζόταν. Όταν βγαίναμε σε κεντρικά πεζοδρόμια ο Τάι με έσερνε στην κυριολεξία σε μέρη ήσυχα. Πάθαινε πανικό με τον κόσμο. Κόσμο κάθε είδους. Γυναίκες, αγόρια, παιδιά, παππούδες. Δεν είχε προτίμηση σε κανέναν. Ήταν ένας γίγαντας 50 κιλών που έτρεμε σαν ψάρι έξω από το νερό, στη θέα και μόνο του δίποδου είδους μας, τον Άνθρωπο. Ντρεπόμουν στην αρχή. Μας βλέπανε που παλεύαμε να ισορροπήσουμε και ρωτάγανε. Όλο ρωτάγανε. «Γιατί φοβάται;» «Μήπως το δέρνετε;» «Έχει φάει ξύλο όταν ήταν μικρός;». Άντε να τους εξηγήσεις όλους αυτούς.
Σιγά σιγά βρήκαμε τα πατήματά μας. Τον δέχτηκα όπως ήταν. Σταμάτησα να τον πιέζω. Ξεκινήσαμε τις μοναχικές βόλτες μακριά από τα δίποδα και τους θορύβους που τόσο τον τρόμαζαν.
Όταν γυρίζαμε σπίτι ο Τάι μεταμορφωνόταν. Δρ. Τζέκιλ και Μίστερ Χάιντ ένα πράμα. Έφευγε όλο το στρες και γινόταν ένας απίθανος, παιχνιδιάρης, γλυκός, στοργικός, τρελιάρης σκύλος. Του παραδόθηκα άνευ όρων. Του ανήκαν όλα. Το σπίτι, το αυτοκίνητο, τα ρούχα μας. Όλα είχαν τις γαϊδουρότριχές του και βρωμούσαν αυτήν την υπέροχη, μοναδική μυρωδιά του. Αυτή που μου λείπει και θα μου λείπει και θα μου λείπει ρε γαμώτο. Μου λείπεις ρε βλάκα. Μου λείπεις. Νόμιζα ότι με είχες ανάγκη εσύ αλλά τελικά εγώ σε είχα πιο μεγάλη ανάγκη ρε φιλαράκο. Νιώθαμε ασφαλείς μαζί σου. Ήσουν πάντα εκεί για εμάς, χωρίς γκρίνιες, χωρίς να μας κρίνεις. Με την ίδια χαρά και λαχτάρα κάθε φορά που μας έβλεπες κι ας είχε περάσει μονάχα μισή ώρα.
Εν αναμονή της μικρής μας κόρης λοιπόν, φίλοι και οικογένεια άρχισαν να ρωτάνε. «Τι θα γίνει με τον Τάι;» «Θα ζηλέψει» «Πρέπει να προσέχεις» «Παιδί και φοβικό σκυλί ποτέ μαζί». Δίκιο είχαν δεν τους αδικώ. Κι εγώ κάπως τα σκεφτόμουν αυτά. Προβληματιζόμουν πώς θα το πάρεις πως θα αντιδρούσες. Στην πραγματικότητα όμως δε σε φοβόμουν ούτε λεπτό ότι θα τα κατάφερνες. Και θα την αγαπούσες τη μικρή όπως αγάπησες κι εμάς.
Αλλά την έδωσες τη λύση, μόνος σου. Μας κούνησες μαντήλι ρε μπαγάσα. Μάλλον δεν άντεχες τη μοιρασιά.. Είχες ένα μοναδικό χάρισμα. Μου χάριζες στιγμές απόλυτης ευτυχίας. Σε ευχαριστώ. Σε αγαπώ».