Γράφει η Άντζελα Καμπέρου
Πονάνε οι ψυχές όταν δεν ανταμώνουν, μικρά ρυάκια κυλάνε στα μάγουλα και αφήνουν αυλακιές, από εκείνες που σαν τις αγγίζεις ματώνουν ξανά και ξανά.
Πεταρίζουν τα μάτια σαν χάσουν εκείνο που ποθούνε, το φτιάχνουν σε εικόνες ολοζώντανες μπροστά τους κι ας είναι εκείνο ψεύτικο, πλασματικό.
Τα χέρια τεντώνουν μπροστά, έτοιμα να τραβήξουν μέσα τους κάτι άυλο, άπιαστο και ο κρότος που κάνουν σαν πέφτουν κενά στο πλάι αντηχεί παντού.
Και ίσως αυτό να μην ισχύει μόνον για τους ανθρώπους, ίσως τα όνειρα να αφήνουν κι εκείνα μεγάλο κενό σαν θεωρηθούν άπιαστα, ανέγγιχτα.
Ίσως οι χαμένες ευκαιρίες πονάνε εξίσου με κάποιον έρωτα που δεν ευοδώθηκε.
Ίσως να πονάνε και περισσότερο.