Γράφει η Αναστασία Κοζίμπα.
Είναι κάποιες φορές που θέλεις να ξεχάσεις , είναι κάποιες φορές που με πείσμα προσπαθείς να προχωρήσεις. Ένα βήμα μπροστά νομίζεις πόσα άραγε πίσω και όσο το πολεμάς, στάσιμη η ψυχή σου μένει.
Θέλεις να ξεφύγεις από αυτό που σε πόνεσε, μα μια αόρατη κλωστή το χέρι σού‘χει δέσει. Σε έχει αλλάξει και ό,τι σε αλλάζει δε μπορείς να αφήσεις.
Περάσαν οι μήνες, γελάστηκες.
Πίστευες θα αντέξεις και ονόμασες την αλλαγή αυτή, με ευκολία μέλλον.
Μα πώς το μέλλον να επαρκεί; Δε φάνηκες κι απόψε.
Πόσο εύκολο να αρνηθείς τον εαυτό σου;
Κλειστά τα μάτια κι ας έφυγα, υπάρχεις. Τρέμει η συνήθεια μη τυχόν και ξεχαστείς και έτσι κάθε μέρα τρέφω την ανάμνηση κλείνοντας τα αυτιά στην άρνηση των φίλων.
Τρέχω μακριά από σένα ή από μένα άραγε;
Ίδια θέση με το στανιό να σε βλέπω σε κάθε περαστικό της ζωής μου.
Σε κάθε αρχή που δεν προλαβαίνει ανάσα να βγάλει, ίσως και σε κάθε “γιατί” που ντύνω την κάθε θύμηση σου.
Σε κάθε πόρτα που κλείνω συνειδητά, μήπως το επόμενο πρωί φανείς.
Μα κι αν φανείς, δε ξέρω αν μπορώ. Δε ξέρω αν σε θέλω.
Συνήθισα στην αναμονή και ονόμασα την μοναξιά, μοναχικότητα. Να έχω κάτι να με δικαιολογεί στην ερωτική μου ετούτη στασιμότητα. Με αυτή την επιλογή σε περιμένω.
Σε αυτό το μοίρασμα που άφησα στη μέση. Σε αυτό το ταίριασμα που έχει ακόμα το άρωμα σου.
Να με παρηγορεί κάθε φορά που θέλω να σ’αφήσω πίσω, δίνοντας κουράγιο για λίγο ακόμα.
Λίγο ακόμα εδώ.
Λίγο ακόμα στο χθες.
Λίγο ακόμα να ξεχνάω ποιος έφταιξε και να σου συγχωρώ το ό,τι.
Περάσαν οι μήνες, γελάστηκες.
Ξύπνησα και σήμερα μαζί σου, μα την κουρτίνα δε τράβηξα.
Γεμάτες οι τσέπες από εγωισμό, βήμα δε κάναμε.
Κι όσο περιμένεις να με αλλάξει η τόση μοναξιά και να μου μάθει, είμαι ήδη στα μισά και εσύ στην σκέψη πώς να αρχίσεις.
Δε ξέρω αν μπορώ, αυτό που φαντάστηκα μαζί σου νά‘μαι.
Μα κι αν μπορώ, δεν το αξίζεις.