Γράφει η Ηρώ Αναστασίου
Και βάζω φωτιά στο παρελθόν.
Βάζω φωτιά σ’ όλες τις λέξεις που έγραψα για εσένα.
Γιατί εγώ ένιωσα πολλά.
Εσύ τουναντίον δεν ένοιωσες τίποτα, γι αυτό και με πέταξες τόσο εύκολα.
Κι έμεινα με το παράπονο, γιατί δεν εκτίμησες τίποτα.
Δεν θα ξαναβρείς ψυχή σαν την δική μου και το εύχομαι για να μην την ταλαιπωρήσεις.
Σε λυπάμαι ξέρεις, γιατί δεν νοιώθεις τίποτα.
Και η λύπηση είναι το χειρότερο που μπορώ να αισθανθώ για κάποιον.
Εγώ σ’ αγάπησα βαθιά κι μην το άξιζες.
Δεν άξιζες ρε την αγάπη μου.
Αλλά έτσι είμαι εγώ, ή γεμίζω το ποτήρι μου μέχρι επάνω ή δεν πίνω καθόλου.
Η αγάπη μου είναι σαν μαχαιριά.
Εσένα όμως σε έπνιξε, γιατί δεν έμαθες κολύμπι.
Και βούτηξες στα βαθιά νερά και πνίγηκες καημένε μου.
Δεν θα σου πω μετάνιωσα, απλά πήρα το μάθημα μου να μην ξαναζητήσω άλλον σαν εσένα.
Και το εννοώ αυτό, όπως εννοώ και ότι σου είπα στις εξομολογητικές μου στιγμές.
Αυτές που δεν εκτίμησες.
Και ξέρεις και κάτι άλλο;
Οι δειλοί το βάζουν στα πόδια.
Κι εσύ είσαι ένας δειλός, μια σκιά που δεν βλέπει.
Κι οι σκιές ποτέ δεν αγαπάνε.
Το σκοτάδι σ’ έχει κυριεύσει τόσο που δεν βλέπεις το φως.
Η ψυχή η δική μου όμως είναι γεμάτη φως, το σκοτάδι και την σκιά δεν τ’ αντέχει.
Αλλά αντέχω όλα τ’ άλλα, αντέχω τον πόνο της απουσίας σου.
Το χειρότερο που μπορεί να πάθεις είναι να σταματήσεις να επιθυμείς.
Αυτό είναι δυστυχία κι εγώ δεν υπήρξα ποτέ μου δυστυχισμένη!