Γράφει η Αστέρω
Δεν είναι εγωισμός.
Ούτε αδυναμία.
Είναι ένστικτο.
Κι είναι δυνατότερο από θυμό, δυνατότερο από περηφάνεια.
Όταν με πιάνει απέχθεια, απομακρύνομαι.
Ήσυχα. Χωρίς σκηνές. Χωρίς εξηγήσεις. Χωρίς μάχη.
Όχι γιατί δεν μπορώ να μείνω και να τα πω έξω απ’ τα δόντια. Όχι γιατί δεν έχω τις λέξεις. Έχω πολλές.
Σουρεαλιστικά πολλές.
Και αιχμηρές, σαν ξυράφι.
Θα μπορούσα να σε διαλύσω με μία φράση, να σου πω ακριβώς ποιο είναι το μικρό, αδύναμο κομμάτι σου που φωνάζει πίσω απ’ τα παιχνίδια σου.
Αλλά δεν το κάνω. Γιατί βλέπεις, υπάρχει μια στιγμή – μια πολύ συγκεκριμένη στιγμή – που όλα αλλάζουν. Εκεί που κάτι μέσα μου γυρνάει. Και σε εκείνη τη στιγμή, σταματώ να σε βλέπω ως πρόκληση. Και αρχίζω να σε βλέπω όπως είσαι. Ένα τίποτα.
Είναι σαν να σπάει το φίλτρο. Παύεις να μου προκαλείς συναίσθημα. Δεν υπάρχει πια επιθυμία, ένταση, ούτε καν θυμός. Υπάρχει μόνο κάτι άλλο, πιο ψυχρό. Απέχθεια. Μια ήρεμη, σταθερή απόσυρση του ενδιαφέροντός μου. Κι όταν συμβεί αυτό, δεν υπάρχει επιστροφή.
Φεύγω.
Όχι για να κάνω επίδειξη δύναμης. Ούτε για να σε τιμωρήσω. Απλώς… δε με αφοράς πια. Και το κενό που αφήνεις δεν πονά. Αντίθετα, ανασαίνω καλύτερα.
Κι εσύ;
Εσύ νομίζεις πως νίκησες.
Νομίζεις πως με μπέρδεψες, πως με έπαιξες, πως με “χειρίστηκες” όπως ήθελες. Μόνο που αυτό που δεν κατάλαβες είναι πως ήμουν παρούσα, με το μυαλό μου ορθάνοιχτο, κάθε δευτερόλεπτο. Έβλεπα τα πάντα. Απλώς σου έδωσα χώρο να φανείς. Και φάνηκες. Και σου έδωσα υπερβολικά πολύ χώρο, αλλά ποτέ δεν είναι αργά.
Κι όταν ήρθε η ώρα, δε σε ξεμπρόστιασα. Δε χρειάζεται. Ο θόρυβος είναι για όσους θέλουν να αποδείξουν κάτι. Εγώ δε θέλω. Ξέρω ποια είμαι. Ξέρω τι αξίζω. Και ξέρω πότε το περιβάλλον γίνεται τοξικό, μικρό, κουραστικό.
Οπότε απομακρύνομαι. Χαρίζω τη «νίκη». Στον ανόητο που νομίζει πως με παίζει.
Άσ’ τον να νιώθει έξυπνος. Εγώ νιώθω ελεύθερη.
Κι αυτό δεν μπορείς να μου το πάρεις πίσω.