Τόσα λαμπάκια γύρω μας! Γιατί είναι όλα ακόμη σκοτεινά;
Γράφει ο Σάκης Χαλβαντζής.
Δεν είναι όλοι, ευτυχισμένοι τούτες τις γιορτινές ημέρες..
Υπάρχουν άνθρωποι που κρυώνουν εκεί έξω. Έχουν ασάλευτα τα κορμιά τους και κοιτάζουν το κενό. Μονάχα τα μάτια τους ξεχωρίζεις. Λαμπυρίζουν στο σκοτάδι τα μάτια τους. Έχουν τόσο φως που ντρέπεσαι να τα κοιτάξεις. Έχουν εκείνο το βλέμμα της αξιοπρέπειας που σε κάνει να σιχαίνεσαι τον εαυτό σου. Σε κάνει να θέλεις να πετάξεις όλα σου τα ρούχα και να γδάρεις το πετσί σου. Να ξεκολλήσεις τη ταμπέλα «Άνθρωπος» από πάνω σου.
Γιατί δεν λογίζεσαι άνθρωπος εσύ.. Όχι.
Ζουν και κοιμούνται σε δυο τετραγωνικά μέτρα χαρτόνι κι όμως συνεχίζουν να ονειρεύονται. Θα δεις ζωγραφιές πάνω στο σκληρό χαρτί που έγινε κρεβάτι τους. Θα δεις φωτογραφίες με χαμόγελα. Αν είσαι λιγάκι “τυχερός” σαν κι εμένα που γράφω αυτές τις λέξεις, ίσως να πέσεις πάνω σε κάποιο αυτοσχέδιο Χριστουγεννιάτικο στολισμό. Ίσως κάποιο λειψό αστέρι καρφωμένο στη γωνία ενός χαρτόκουτου, να σε κάνει να νιώσεις απαίσια που εσύ σ’ολόκληρο το σπίτι σου, δεν κατάφερες να βάλεις ένα γαμημένο στολίδι φέτος. Ούτε το μπαλκόνι σου, δε στόλισες.. Ούτε αυτό.
Κάποιοι από δαύτους σου μιλάνε δίχως να σε ξέρουν. Σου δίνουν ευχές, δίχως να ζητούν τίποτε από εσένα. Κι είναι οι κουβέντες τους τόσο σίγουρες, τόσο αποφασιστικές. Είναι ντυμένες με καλοσύνη, με ειλικρίνεια. Πλέκουν τα λόγια τους με χρώματα. Νιώθεις την ευχαρίστηση της ζεστής ανάσας τους να σε κατακλύζει. Νιώθεις ότι δεν τους φοβίζει πια καμία μάχη, καμία ήττα, καμία απώλεια, κανένας θάνατος. Έχουν χάσει τα πάντα κι είναι όρθιοι κι εσύ “γονατίζεις” γιατί δεν θα καταφέρεις να φύγεις από τη ρουτίνα σου, παρά μονάχα για δυο μέρες. Κλαίγεσαι που δεν θα είναι τριήμερο το “πανηγυράκι” φέτος.
Πόσο άθλιος είσαι;
Ένας θλιμμένος αρλεκίνος που συνωστίζεσαι καθημερινά, κάνοντας τις ίδιες μάταιες, μηχανικές κινήσεις. Ακολουθείς την ίδια καθορισμένη διαδρομή προς το σπίτι, προς το γραφείο, προς τη μαζική διασκέδαση. Βαδίζεις σκυφτός και σε κάθε σου βήμα, σε καταπίνει το απρόσωπο στοιχείο της μεγαλούπολης. Κατασπαράζει τα όνειρά σου. Το μόνο που σου μένει μόλις καταλαγιάσει η “σκόνη” της ημέρας, είναι ο ίλιγγος. Η ζάλη και ο πονοκέφαλος από την ατέρμονη διαδρομή, από την ταχύτητα με την οποία προσπαθείς να φτάσεις στον εκάστοτε προορισμό σου.
Όλοι εμείς λοιπόν.. οι ανώνυμοι, θωρακισμένοι, τρομαγμένοι άνθρωποι που τρέχουμε δεξιά κι αριστερά. Που ανάθεμα κι αν ξέρουμε γιατί τρέχουμε..
Όλοι εμείς οι άδειοι, σιωπηλοί, θλιμμένοι άνθρωποι, με τα κεφάλια στραμμένα προς τα κάτω, ας αναρωτηθούμε..
«Τόσα λαμπάκια γύρω μας! Γιατί είναι όλα ακόμη σκοτεινά; Γιατί;»