Γράφει η Κική Γιοβανοπούλου.
Κι έφτασε εκείνη η στιγμή που έτρεμες από καιρό, εκείνη η στιγμή που ήξερες πως θα έρθει και που, για να την αναβάλλεις για λίγο ακόμη, έκανες πως δεν έβλεπες, πως δεν άκουγες, πως δεν ένιωθες.
Έφτασε η στιγμή που οι ατέλειωτοι καβγάδες, οι ασταμάτητες διαφωνίες και τα βροντερά χτυπήματα στις πόρτες, αντικαταστάθηκαν από αέναες σιωπές που σηματοδότησαν το τέλος, ένα τέλος που κάποια στιγμή έγινε και λέξεις, γκρεμίζοντας τον κόσμο σου.
Το ήξερες αλλά δεν ήθελες να το δεχτείς, πίστευες πως υπάρχει ακόμη χώρος να προσπαθήσεις, πως υπάρχει ακόμη δύναμη να το πολεμήσεις, πως υπάρχει ακόμη κάτι να σωθεί. Πίστευες πως υπήρχαν ακόμη λόγοι να το παλέψεις, μα για εκείνον είχαν όλοι πεθάνει..
Κι έφτασε εκείνη η στιγμή που έτρεμες από καιρό κι άρχισες να γεμίζεις τη βαλίτσα σου με ότι σου ανήκε, άρχισες να βάζεις σε κούτες κάθε τι δικό σου, μα στον χωρισμό που δεν θέλησες, πώς να χωρίσεις τα δικά σου απ’τα δικά του; Πώς να μπορέσεις να τα μοιράσεις; Τι είναι ολότελα δικό σου; Τι είναι αποκλειστικά δικό του;
Χωρίζονται άραγε στη μέση πράγματα, όνειρα, στιγμές; Κι οι αναμνήσεις σε ποια κούτα μπαίνουν τελικά; Σε ποιον ανήκει τι; Κόβονται άραγε τα αισθήματα στα δυο;
https://www.youtube.com/watch?v=a4TZhilPIMc