Γράφει η Κατερίνα Μαυρίδου
Εγώ να σου μιλώ για όνειρα κι εσύ να μου απαντάς με πραγματικότητα. Κι ανάμεσα στις δύο λέξεις απλώνεται μια σιωπή, σαν γέφυρα που δεν την περάσαμε ποτέ. Θέλω να σου περιγράφω πόλεις που δεν πήγαμε, πρωινά που δεν ξυπνήσαμε μαζί, ιδέες που λάμπουν σαν σπίθες. Κι εσύ να μου λες για προθεσμίες, για λογαριασμούς, για το πλυντήριο που χάλασε. Δεν είναι πως δεν έχεις δίκιο. Είναι πως όταν το δίκιο γίνεται όριο, το όνειρο μένει απέξω και παγώνει στο περβάζι.
Κάποτε συναντηθήκαμε στη μέση: εγώ λίγο πιο προσγειωμένη, εσύ λίγο πιο ανάλαφρος. Τότε που αρκούσε μια βόλτα και δυο κουβέντες για να νιώσουμε πως ο κόσμος χωράει. Μετά ήρθε η καθημερινότητα και μας χώρεσε σε κουτάκια. Το «έχουμε χρόνο» έγινε «δεν προλαβαίνω», και το «πάμε» έγινε «άστο». Έμαθα κι εγώ να μαζεύω τις φράσεις μου, να τις κάνω μικρές για να μην ενοχλούν. Μα οι μικρές φράσεις δεν σώζουν μεγάλες αγάπες. Θέλουν χώρο οι αγάπες, και θέλουν επιμονή να ανοίγεις παράθυρα όταν ο αέρας βαραίνει.
Δεν ζητάω θαύματα. Ζητάω να αφήσεις μια χαραμάδα να μπει φως. Να πεις «ναι» σε κάτι που δεν μετριέται με απόδοση, να κάνεις χώρο στο τραπέζι μας για μια τρέλα που θα θυμόμαστε. Η πραγματικότητα δεν είναι εχθρός· είναι το έδαφος. Αλλά αν μένουμε μόνο στο έδαφος, ξεχνάμε να σηκώνουμε το βλέμμα. Κι εγώ, γυναίκα είμαι, φτιαγμένη από μικρές αντιφάσεις: να θέλω ασφάλεια και να διψώ για ουρανό. Να μαγειρεύω φακές και να ονειρεύομαι Ρώμη. Να μιλάω χαμηλόφωνα και μέσα μου να βροντάει ένα «μην παραιτηθείς».
Κι όταν γινόμαστε ξένοι, δεν φταίει το όνειρο ούτε η πραγματικότητα. Φταίει η ακινησία. Εκείνο το «θα δούμε» που ακυρώνει πριν προσπαθήσει. Θέλω να με βλέπεις όταν μιλάω για αυτά που δεν υπάρχουν ακόμη. Να μη μ’ επιστρέφεις μόνο αποδείξεις, αλλά και πίστη. Γιατί η πίστη είναι οξυγόνο, και χωρίς αυτήν πνίγεται κάθε σχέδιο. Αν με ρωτήσεις πού χαθήκαμε, θα σου πω: στα βράδια που δεν ρωτήσαμε «τι λαχταράς;», στις μέρες που δεν αφήσαμε χώρο να έρθει το απίθανο.
Αν υπάρχει δρόμος πίσω, είναι ένας: να φέρουμε το όνειρο στο τραπέζι της πραγματικότητας και να το μοιράσουμε σε μπουκιές. Να το πληρώνουμε λίγο-λίγο με χρόνο, με φροντίδα, με τη γενναιότητα του «πάμε». Να φοβόμαστε και να πηγαίνουμε. Και στο τέλος της μέρας, όταν θα γέρνεις στον ώμο μου, να μου λες «καλά έκανες και επέμεινες». Γιατί έτσι βρίσκονται οι άνθρωποι: ανάμεσα στο λογικό και στο αδιανόητο, εκεί που ένα «μαζί» γίνεται πυξίδα και συνεχίζει να δείχνει μπροστά.
