Με ένα κενό “σ’αγαπώ” έμεινα..
Γράφει η Ηρώ Αναστασίου
Πάλι άνοιξα το συρτάρι με τις αναμνήσεις.
Πάλι κρατάω στα χέρια μου το μαχαίρι που θα με καρφώσει.
Πάλι με ένα συναίσθημα που μαράζωσε απ’ την απραγία σου.
Πάλι με μια φωνή που σταμάτησε να σου φωνάζει.
Πάλι μ’ ένα θέλω που σκοτώθηκε απ’ τα χέρια σου.
Δεν θέλω τίποτα πλέον από εσένα, δεν θέλω να ζεις στις αναμνήσεις μου.
Θέλω να με βγάλεις απ’ τις αναμνήσεις σου, απ’ το θυμικό σου.
Δεν θέλω να ζω ούτε καν εκεί.
Μαράθηκε το φιλί, όπως μαράθηκαν κι όλες οι στιγμές μας.
Μαράθηκε και η καρδιά μου που σε περίμενε με ένα λουλούδι στο στόμα.
Μαράθηκε η ψυχή μου αναμένοντας για μια σου λέξη.
Δεν κρατάω πλέον τίποτα, πλένω το κορμί μου για να μην μυρίζει το άρωμά σου.
Και ρωτάω τον εαυτό μου αν άξιζε και η απάντηση είναι πάντα η ίδια.
Δεν άξιζα για σένα, δεν άξιζες για εμένα.
Δεν άξιζε να συναντήσεις τέτοια ψυχή σαν την δική μου.
Γιατί δεν θα την καταλάβαινες ποτέ.
Και δεν πρόκειται να ζητήσω κανέναν σαν και σένα.
Γιατί έλεγα ότι τους συγκρίνω όλους με σένα, αλλά δεν θέλω πλέον κανέναν που να σου μοιάζει, κανέναν που να έχει τόσο εγώ καρφωμένο στην πάρτη του.
Και δεν θα γίνω σαν τα μούτρα σου, γιατί εγώ έχω ψυχή, έχω καρδιά.
Μια καρδιά που την καταπάτησες, που την έκανες χίλια δυο κομματάκια.
Κι αν τώρα κοιτάω την αγάπη μου που πάλεψε για εσένα ειλικρινά την λυπάμαι.
Λυπάμαι που δεν μπόρεσα να κρατήσω έστω κάτι απ’ τις αναμνήσεις μας.
Λυπάμαι που φεύγω με ένα κενό συναίσθημα, με ένα κενό σ’ αγαπώ.
Αρκετά είδα, αρκετά ένοιωσα.
Είναι κάποιες φορές στην ζωή μας που πρέπει να ξεχάσουμε τι νοιώθουμε και να θυμηθούμε τι αξίζουμε.
Κι εγώ αξίζω για τα καλύτερα κι αυτά θα διεκδικήσω.
Και οι αναμνήσεις μου να πάνε εκεί που ανήκουν.
Στο παρελθόν.
Εκείνο που πέθανε για εμένα.
Στο παρελθόν, εκείνο που δεν άξιζε και δεν αξίζει να θυμάμαι..