Γράφει η Ελένη Σάββα
Κι όμως, δεν θα τα πετάξω τα λουλούδια που μου έδωσες. Τα εβαλα σε ένα παλιό άδειο κουτάκι από σοκολατάκια. Διάφανο, εννοείται. Ό,τι είχε απομείνει το έβαλα μέσα, κι ύστερα το έκλεισα. Από εκείνη τη στιγμή ήξερα πως δεν θα το ανοίξω ξανά.
Και δεν το έκρυψα κάπου. Όχι, αντιθέτως. Το έβαλα πάνω πάνω ψηλά, στη βιβλιοθήκη. Δίπλα από εκείνο το βιβλίο που μου χάρισες. Ομολογώ πως αν δεν το είχα διαβάσει τις τελευταίες μέρες πριν το τελευταίο μας φιλί, δεν θα το άγγιζα τώρα για να το τελειώσω, σε καμία περίπτωση. Θα ήταν σαν να άγγιζα αγκάθια, γιατί να πονέσω τόσο; Γιατί να πονέσω κι άλλο;
Το κουτί το έβαλα εκεί δίπλα, κι είπα πως αυτό είναι το ράφι με τις αναμνήσεις. Κάποιες αναμνήσεις, επιλέγουμε να ξεθωριάσουν. Αυτό έκανα και με τα λουλούδια. Τα άφησα στο κουτί να ξεραθούν. Τα άφησα εκεί στο ράφι δίπλα στο βιβλίο με την ελπίδα πως κάποια μέρα η ανάμνηση θα ξεθωριάσει τόσο πολύ, σχεδόν θα σβήσει, κι εγώ θα ξεχάσω πως υπάρχει. Δεν τα πέταξα τα λουλούδια. Οι δυνατές αναμνήσεις δεν σβήνουν, μονάχα ξεθωριάζουν. Τα λουλούδια δίπλα απ’ το βιβλίο, είναι μια εξαιρετικά δυνατή ανάμνηση.
Κάποτε, το βλέμμα μου δεν θα γυρνάει πια εκεί ψηλά στο ράφι το πρωί πολύ νωρίς και το βράδυ πολύ πολύ αργά, όταν οι αναμνήσεις θα ξυπνάνε. Ίσως να μπαίνω κάποτε στον πειρασμό να αγγίξω κάτι δικό σου, μα θα είναι ψηλά, πολύ ψηλά. Θα χρειάζεται κόπος για να το φτάσω, θα βρίσκω κάτι άλλο να κάνω, θα ξεχνιέμαι. Εκεί ανήκουν τα λουλούδια κι οι σχέσεις που μαραίνονται, σε ξεθωριασμένες αναμνήσεις.