Είχα καιρό να κοιμηθώ έτσι γαλήνια..
Γράφει η Μαρία Κυπραίου
Είχα καιρό να κοιμηθώ έτσι ήρεμα. Ένας γαλήνιος ύπνος ήρθε και με βρήκε ξανά μετά από πολύ καιρό.
Ίσως να ήσουν εσύ, που γύρισες. Ίσως εκείνος ο έρωτας που κάναμε με πάθος. Εκείνος ο σαρκικός που ξεσκίζει το κορμί και αφήνει κοκκινίλες παντού. Σε αποτελειώνει σωματικά και ψυχικά.
Δεν έχεις δύναμη να σκεφτείς τι έγινε, τι έρχεται και τι θα γίνει. Δεν έχεις διάθεση να ασχοληθείς με τίποτα. Ξαπλώνεις και απλά χαμογελάς. Χαμογελάς με την ψυχή σου. Γιατί απλά δεν σε νοιάζει τίποτα. Νιώθεις γεμάτος, δυνατός και έτοιμος. Εκείνα τα παθιασμένα φιλιά, τα βογκητά και τα ατελείωτα άγρια χάδια δεν σου αφήνουν μυαλό για να νιώσεις τίποτα παραπάνω πέρα από ηδονή. Στο τέλος, με την κραυγή σου βγαίνουν και όλα σου τα συναισθήματα.
Όλα σου τα απωθημένα, εκείνα που θα έλεγες και εκείνα που δεν θα πεις. Τα συναισθήματα σου και τα θέλω σου. Εκείνο το τελείωμα σου σκίζει την ψυχή και βγάζεις από μέσα σου κάθε άχρηστο που έχεις κρατήσει μέχρι τώρα. Κάθε περιττό συναίσθημα, κάθε δάκρυ, όλα.
Τελειώνεις και τελειώνει μαζί και ο χρόνος που ξοδέψες άδικα για κάθε λάθος επιλογή, για κάθε λάθος στιγμή.
Ίσως όμως να ήμουν και εγώ. Εγώ που αποφάσισα να αφήσω το παρελθόν μου πίσω, ανεξάρτητα με το αν μείνεις ή αν φύγεις. Δεν στο είπα αλλά δεν με αφορά η απόφαση σου πια. Έκανες ότι καλύτερο θα μπορούσες να κάνεις. Μου ξύπνησες ένα άγριο θηρίο που κοιμόταν πολύ βαθιά. Με όπλισες με το καλύτερο βογκητό, τόσο που δεν άντεχα άλλο. Έφτασα στα όρια του εαυτού μου, ένιωσα ταπείνωση μα έφτασα στην κορυφή.
Ίσως λοιπόν να φταις εσύ που άνοιξα τα μάτια μου και απέκτησα άποψη. Ίσως να φταίω και εγώ που νόμιζα ότι ξέμεινα από φωνή μέχρι που ήρθες και μου θύμησες όχι μόνο πως μιλάνε, αλλά πως ουρλιάζουν οι άνθρωποι στο δίκιο τους. Όταν εκείνο τους πνίγει και πρέπει να μιλήσουν. Έβγαλα ότι είχα μέσα μου από τα βογκητά μου και ήδη νιώθω πιο κλειστές τις πληγές μου.
Ήρθες, και αυτή τη φορά δεν έφερες τα πάνω κάτω. Μου έδωσες αυτό ακριβώς που είχα ανάγκη να πάρω και τώρα δεν με νοιάζει.
Κοιμήθηκα τόσο βαθιά, μετά από καιρό τόσο γαλήνια, που δεν ήξερα αν η όψη μου ήταν η αληθινή. Είχα καιρό να δω τόσο γαλήνια την όψη μου στον καθρέφτη. Έτσι κοιμήθηκα.