Aπό τις μεγαλύτερες νοσταλγίες της ζωής, οι βόλτες στη Νέα Υόρκη, τη στιγμή που ο ήλιος ξεμυτίζει δειλά πάνω από τους μονόχρωμους ουρανοξύστες για να δώσει τελικά τη θέση του σε ένα εκνευριστικό αλλά παρεΪστικο ψιλόβροχο.
Το φθινόπωρο ξεδιπλώνεται σαν γκρίζος κυβερνήτης στο πολύχρωμο σκηνικό αυτής της πολύβουης Μητρόπολης που, εδώ και χρόνια, είναι το λιμάνι μου, μια σίγουρη αγκαλιά που ανταποκρίνεται σε κάθε μου προσδοκία. Ο ουρανός της, φυγαδεύει σκέψεις και αμαρτίες που ανέμελα σεργιανίζουν στο κεφάλι μου με την υπόκριση του FRANK SINATRA, FLY ME TO THE MOON, τίποτα λιγότερο….απαραίτητο παρελκόμενο στην φευγαλέα μου απόδραση.
Η επιβλητική αρχιτεκτονική των κτιρίων με το μονοκόμματο γκρίζο που μονοπωλεί το τοπίο – καμμιά φορά το γκρίζο είναι ομορφότερο από το κόκκινο γιατί ενέχει λυρισμό – εξολοθρεύει περίτεχνα κάθε εμμονή, κάθε κόλλημα… Το Σύμπαν του Σύμπαντος κλεισμένο σε μια αέρινη φθινοπωρινή στιγμή…
Κάθε φορά που πατούσαμε το πόδι μας στην υποδοχή του ξενοδοχείου, αποκαμωμένοι από την δεκάωρη πτήση, η μεθυστική μυρωδιά από τα κρίνα , επιβεβαίωνε την άφιξή μας και άνοιγε την πόρτα στο μικρό όνειρο μιας εικοσάωρης διαμονής, αρκετής όμως να κλείσει μέσα της μία ζωή ακόμη…Μια μυρωδιά δυναμική σαν τυφώνας που σε παρασύρει, θα μπορούσε να είναι και γεύση ή ακόμα και αφή…μια μυρωδιά που την πήρα μαζί μου για να μπορώ να αντέχω όλα τα “χωρίς” του παρακάτω μου…
Δύο τετράγωνα πιο έξω και δεξιά της Madison Avenue, το μάτι πέφτει στο πιο ακαταμάχητο κομψοτέχνημα που γέννησε ποτέ η ζάχαρη, ένα κολασμένο cheesecake σε χρώματα πάθους και απόλαυσης, μιας γεύσης ανεξίτηλης που σου αιχμαλωτίζει, όχι μόνο τον ουρανίσκο, αλλά και το μυαλό. Δεν αντιστέκομαι ούτε στη σκέψη – άλλωστε οι πειρασμοί είναι που χρωματίζουν τη ζωή μας…
Η ζωή μου όλη, μια Νεοϋορκέζικη κορνίζα που κρέμεται σαν εικόνισμα εδώ και χρόνια απέναντι από το κρεβάτι μου, κάτι σαν ευχή, η πρώτη εικόνα το πρωί και η τελευταία το βράδυ. Και μέσα της, εγκλωβισμένη γεύση φρεσκοψημένου μπισκότου με άρωμα από μενεξεδένια κρίνα σαν συντηρητικό αναμνήσεων, ένα κάτι σαν έρωτας που δεν σβήνει ποτέ…
ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ.
Σπίτι, Απόδραση, Πατρίδα, Σταθμός.
Όπως σταθμό της ζωής μου θέλησα να κάνω κι εσένα ηλίθιε!
Ανεπιτήδευτα και ανυπάκουα στη φωνή της συνείδησης. Προκλητικά στη φωνή της λογικής. Χωρίς γιατί. Γιατί έτσι.
Γιατί πόθησα το λίγο, το φευγάτο, το αέρινο, το μικρό, το τίποτα ίσως…και τα γέμισα, τα εκτόξευσα σε μια κορυφή που βλέπεις πιάτο όλο τον κόσμο. Τον δικό μου. Τον δικό μας. Και κάθε μέρα που περνά, πέφτεις κι ένα σκαλοπάτι παρακάτω, ένα σκαλάκι κατηφόρας, δεν είχες συνηθίσει βλέπεις τόσο Πανόραμα!
Μέχρι που χάνεσαι και γίνεσαι ακτινογραφία στη σκέψη μου. Και τώρα δεν έχω πια απόθεμα να τη γεμίσω. Γιατί τα πήρες όλα. Τόσο μαλάκας είσαι…