Γράφει η Άννα Μαρκοπούλου
Το καλό παιδί. Ξέρεις, εκείνος που πάντα βάζει τους άλλους πρώτους. Που γεμίζει τα κενά, που σώζει καταστάσεις, που χαμογελάει ακόμα κι όταν μέσα του όλα φωνάζουν. Αυτός που λέει «ναι» γιατί δεν αντέχει να δει απογοήτευση στα μάτια των άλλων. Αυτός που κάθε φορά καταπίνει την αλήθεια του για να μη χαλάσει ισορροπίες που δεν είναι δικές του.
Μόνο που μια μέρα το καλό παιδί κουράζεται. Κι εκείνη η μέρα είναι επική.
Γιατί το καλό παιδί, όταν αποφασίζει να είναι ΚΑΛΑ, όλα αλλάζουν. Δεν φωνάζει, δεν κάνει σκηνές. Απλά σηκώνεται, κοιτάζει γύρω του, και λέει: «Αρκετά». Και δεν το λέει πια με ενοχές. Το λέει με σιγουριά, γιατί ξέρει πως για να είναι καλά, κάποιοι θα πρέπει να μείνουν πίσω.
Δεν φταίνε οι άλλοι, φταίει ο ίδιος που τους άφησε να το θεωρούν δεδομένο. Που δίστασε να βάλει όρια. Που έδωσε, έδωσε, έδωσε, μέχρι που ξέχασε τον εαυτό του. Αλλά τώρα τελείωσε.
Και ξέρεις τι συμβαίνει; Κάποιοι θυμώνουν. Γιατί το καλό παιδί έμαθε να ικανοποιεί τις ανάγκες τους, και η αλλαγή τούς ξεβολεύει. Άλλοι σοκάρονται, γιατί δεν μπορούν να διαχειριστούν έναν άνθρωπο που ξαφνικά λέει «όχι». Κι άλλοι απλώς φεύγουν.
Αλλά το καλό παιδί, αυτή τη φορά, δεν τους ακολουθεί. Δεν εξηγεί, δεν προσπαθεί να διορθώσει τίποτα. Καταλαβαίνει πως δεν μπορεί να είναι όλα στο χέρι του. Καταλαβαίνει πως το να είναι ΚΑΛΑ είναι επιλογή, και πως αυτή η επιλογή θα έχει κόστος.
Δεν πειράζει. Γιατί κάθε «όχι» που λέει τώρα είναι μια νίκη. Κάθε όριο που βάζει είναι μια ανάσα. Και κάθε άνθρωπος που φεύγει, αφήνει χώρο για να μπει κάποιος που θα το αγαπήσει όπως είναι, όχι όπως βολεύει.
Το καλό παιδί, όταν αποφασίζει να είναι ΚΑΛΑ, δεν ξαναγυρνάει πίσω. Και αυτό είναι το μεγαλύτερο επίτευγμά του. Γιατί καταλαβαίνει, επιτέλους, πως δεν μπορεί να σώσει τους άλλους αν πρώτα δεν σώσει τον εαυτό του. Και αυτό, φίλε μου, είναι η απόλυτη ελευθερία.