Γράφει η Βασιλική Κοτλίτσα
Κόσμος, φασαρία, εικόνες και δυνατοί ήχοι ακούγονταν από παντού. Το κλαμπ γεμάτο και εκείνος άδειος και κενός να ψάχνει το χαμένο του χαμόγελο. Το μυαλό του θολό και οι κινήσεις του μηχανικές μέχρι να φτάσει στην έξοδο.
Και τότε την είδε. Ο κόσμος του φωτίστηκε ξαφνικά και κατάλαβε. Κατάλαβε ότι ήταν εκείνη που έψαχνε να βρει καιρό. Εκείνη που αναζητούσε σε κάθε έξοδο που έκανε. Εκείνη που επιθυμούσε να συναντήσει στην επόμενη στροφή.
Την αναγνώρισε στο πλήθος. Αφουγκράστηκε τη ψυχή της, ένιωσε τη διαφορετική της αύρα και την αλλιώτικη ενέργεια που κουβαλούσε. Μια ήρεμη δύναμη αναδυόταν από μέσατης και μια φλόγα ζωντανή που προσπαθούσε άθελά της να κρύψει, αλλά εκείνη από μόνη της σε τραβούσε κοντά της.
Το χαμόγελό της όμως φάνταζε μουντό και η λάμψη των ματιών της έχανε ξαφνικά το χρώμα του. Πίσω από τη μάσκα που φορούσε έκρυβε όλα όσα είχε μέσα της να πει. Όλα όσα κρυβόταν στο σκοτάδι. Ένας απέραντος φόβος και μια πληγωμένη καρδιά που υποβόσκουσα υπήρχε κάτω από το πρόσωπό της. Προσπαθούσε να κρύψει την αλήθεια της, μέσα σε σκιές, σα να φοβόταν πως το φως θα έφερνε μαζί του όλα αυτά που είχε χάσει.
Όλα εκείνα που είχε πιστέψει και την πρόδωσαν. Ότι στα μάτια της θα φανεί ξανά αυτός που είχε αγαπήσει και θα γκρεμίσει ότι προσπαθούσε να χτίσει από την αρχή. Φοβόταν ότι τα σημάδια του πόνου της θα γίνουν και πάλι η αιτία χωρισμού.
Αλλά εκείνος δεν ήταν ίδιος με τους άλλους. Εκείνος την πλησίασε για να μείνει. Στάθηκε δίπλα της και της άπλωσε το χέρι. Έμεινε και της έδειξε το δρόμο που θα βαδίζανε μαζί. Προσπάθησε να μετατρέψει τη μαυρίλα της σε όνειρα, και τη διαδρομή της σε ολόκληρο ταξίδι. Να αφήσει στην άκρη τα δήθεν των απελπισμένων και να μη φοβηθεί ξανά τις αγκαλιές επειδή αυτές κάποια στιγμή τσαλακώθηκαν σε χέρια άλλων.
Ήρθε να της αποδείξει ότι όταν αγαπάς μένεις, και όταν αγαπιέσαι γεννιέσαι από την αρχή.