Όσο εγώ θα πιστεύω πως γίνεται, θα το κάνω!
Γράφει η Φλώρα Σπανού.
Όλοι πίστευαν πως δεν θα τα καταφέρω. Όλοι εκτός από έναν. Τον ίδιο μου τον εαυτό.
Εκείνος πίστεψε σε μένα. Κι εγώ τον έπιασα από τον γιακά και τον σήκωσα στα πόδια του ξανά.
Έπρεπε να τον ξαναστήσω από την αρχή. Γιατί η εικόνα που έβλεπα στον καθρέφτη είχε πάψει, εδώ και καιρό, να μ’ αρέσει.
Ξεδιάλεξα τα καλά του κομμάτια. Αυτά που από παιδί με ακολουθούσαν. Ιδανικά και πιστεύω που είχαν θαφτεί τόσα χρόνια στα σεντούκια του πατρικού όπου είχα μεγαλώσει με περισσή αγάπη. Τα έβαλα σε μιαν άκρη και τα άλλα τα πέταξα στα σκουπίδια. Να καούν και να γίνουν στάχτη. Να μην θυμίζουν σε τίποτα την εικόνα εκείνη, του παλιού μου εαυτού. Εκείνου που με έκανε να ντρέπομαι για αυτό που είχα καταντήσει. Γιατί παλιά οι άνθρωποι με σέβονταν και με εκτιμούσαν. Με αγαπούσαν. Κι εγώ; Εγώ τα γκρέμισα όλα. Για έναν «Θεό». Έναν «Θεό» που πίστευα πως μόνο καλό μπορούσε να μου κάνει. Γιατί το «αγαθό» αυτό το είχα υπερεκτιμήσει. Κι έτσι τα διέλυσα όλα. Την προσωπικότητά μου, τις αρχές μου, τα ιδανικά και τα πιστεύω μου.
Μέχρι που έπιασα πάτο και τα έχασα όλα. Όλα και όλους.
Και τότε όταν έμεινα μόνος μέσα σε ένα άδειο και σκοτεινό δωμάτιο, όταν το λιγοστό καλό μέσα μου πάλευε με τον διάβολο, κατάλαβα! Κατάλαβα πώς μονάχα ένας Θεός υπάρχει. Και αυτόν έπρεπε να αγαπώ. Αυτόν μονάχα να πιστεύω. Αυτόν να ακολουθώ. Κανένα υλικό αγαθό δεν μπορούσε να μου προσφέρει την αγάπη που μου έδινε εκείνος. Γιατί με ένα κομποσκοίνι στο χέρι και όσες προσευχές θυμόμουν από τη μάνα μου πάλευα να σκοτώσω το θεριό. Πάλευα με τους δαίμονες που με τυραννούσαν. Χρόνια τώρα. Με είχαν δεμένο με βαριές αλυσίδες. Όμως, έπρεπε να θελήσω και να σπάσω τα δεσμά. Να ελευθερωθώ. Όφειλα στον εαυτό μου μία δεύτερη ευκαιρία. Στο παιδί εκείνο που με κοιτούσε με μάτια φοβισμένα μέσα από τον καθρέφτη. Στο παιδί εκείνο που κάποτε πίστευε στην αθωότητα του κόσμου. Στην αγάπη. Στα όνειρα. Που πήγαν όλα αυτά που πίστευα; Πώς κατάντησα να γίνω αυτά που απεχθανόμουν; Πώς με ρούφηξε η δίνη του κόσμου και έγινα κομμάτι του πάζλ της; Ήθελα να ξεχωρίζω από μικρός. Για την καλοσύνη μου, την ευγένεια μου, την αμέριστη συμπαράστασή μου.
Ναι, τα κατάφερα να ξεχωρίσω. Όμως, για την κακία μου, το μίσος και τον φθόνο μου.
Οι ερινύες τώρα γελούσαν. Γελούσαν ειρωνικά μαζί μου και άφηναν τις αναμνήσεις να περικυκλώσουν το μυαλό μου. Για να μου θυμίσουν το κακό που είχα σπείρει. Να μου θυμίσουν πως κάθε άλλο παρά συμπόνια πρόσφερα σε τούτο τον κόσμο. Γιατί η αλήθεια είναι ότι πάτησα επί πτωμάτων για να γίνω αυτό που είμαι τώρα. Ένα τέρας! Ναι, ένα τέρας που όλοι φοβόντουσαν. Αλλά δεν εκτιμούσαν. Παλιά δεν το έβλεπα. Τώρα, όμως; Τώρα το βλέπω. Είναι σαν να έφυγε ξαφνικά το πέπλο εκείνο που σκέπαζε την όραση και διάβρωνε το μυαλό μου. Τώρα, ναι, βλέπω καθαρά. Ακούω καθαρά. Σκέφτομαι σωστά.
Για ποιο λόγο έγιναν όλα αυτά; Για να ‘μαι τώρα μονάχος σε τούτο το άδειο δωμάτιο και να μιλάω μόνος μου; Που είναι οι άνθρωποι που με μεγάλωσαν; Που είναι όλοι εκείνοι που πέρασαν από τη ζωή μου; Όλους τους έδιωξα. Όλους. Μόνο «εκείνο» κράτησα. Κλεισμένο εκεί μέσα. Σε κείνο το χρυσό κουτί. Να το κοιτάζω κι εκείνο να γελάει ειρωνικά.
Τώρα, κατάλαβα, όμως. Έστω και τώρα. Ακόμη έχω χρόνο. Να τα αλλάξω, όλα.
Γιατί τώρα γυμνός, μπροστά στον καθρέφτη, με τα δάκρυα να απλώνονται στο πρόσωπό μου, έβλεπα μπροστά μου εκείνο το παιδί που ήμουν κάποτε. Και πίσω από αυτό τη σκιά εκείνου του ανθρώπου που το στοίχειωσε, που δεν το άφησε να ανοίξει τα φτερά του και να πετάξει όπως εκείνο ήθελε. Και τώρα παρακαλούσε αυτό το παιδί να μην την αφήσει από το χέρι, γιατί αν την άφηνε θα εξαφανιζόταν. Το παιδί γύρισε αργά και με κοίταξε. Κι εγώ του έδωσα την απάντηση που ζητούσε. Την απάντηση που θα το ελευθέρωνε από το χρυσό κλουβί της ματαιοδοξίας μέσα στο οποίο τόσα χρόνια ήταν εγκλωβισμένο. «Όχι!» της είπε το παιδί. «Θα μείνεις εκεί, στην παγωνιά. Εγώ πια είμαι ελεύθερο. Ελεύθερο να ξεκινήσω από την αρχή!»
Τότε στο άκουσμα αυτών η σκιά εξαφανίστηκε κι εγώ σηκώθηκα από το πάτωμα. Έπλυνα το παιδί. Το τάισα και το πότισα με νέες ιδέες. Το έντυσα και το αρωμάτισα με νέα όνειρα. Το πήρα από το χέρι και το πήγα έξω στο πάρκο να περπατήσουμε παρέα, να μας φυσήξει το δροσερό αεράκι, όπως κάναμε παλιά, να φάμε ένα παγωτό και να παρατηρήσουμε τους ανθρώπους, καθισμένοι στο παγκάκι μέχρι το παγωτό να τελειώσει. Μέχρι ο ήλιος να ξεκουραστεί στο βασίλειό του και το φεγγάρι να έρθει να μας μαγέψει. Μέχρι να έρθει η επόμενη μέρα που ο ήλιος θα βγει κι εγώ θα ξεκινούσα τη ζωή μου από την αρχή. Παρέα με εκείνο το παιδί.
LoveLetters