Γράφει η Αλεξάνδρα Φαρμάκη
Ψέματα από δω, ψέματα από κει, ψέματα παραπέρα. Δεν βαρέθηκες, καημένε μου; Δεν κουράστηκες να τα σκορπάς δεξιά κι αριστερά, να πλάθεις ιστορίες και να φτιάχνεις κόσμους που δεν υπάρχουν, μόνο και μόνο για να γυαλίσεις το ραγισμένο σου εγώ;
Ξέρω, θα πεις ότι τα ψέματα σου έσωσαν το τομάρι. Ότι είναι το καμουφλάζ σου, η πανοπλία σου. Αλλά ξέρεις τι; Κανείς δεν μένει για πάντα κρυμμένος πίσω από τα ψέματα. Αργά ή γρήγορα, ξεθωριάζουν. Και τότε, το μόνο που μένει είναι η αλήθεια σου. Όχι αυτή που θέλεις να δείξεις. Η άλλη. Η άβολη. Η γυμνή.
Και ξέρεις ποιο είναι το χειρότερο; Δεν λέω ότι τα ψέματά σου με πλήγωσαν. Όχι. Είναι που με έκαναν να βαριέμαι. Ναι, να βαριέμαι. Γιατί όταν καταλαβαίνεις το μοτίβο, γίνεται προβλέψιμο. Και το προβλέψιμο, καημένε μου, είναι θάνατος για ό,τι πάει να μοιάσει με σχέση.
Πες μου, λοιπόν, τι κερδίζεις με όλα αυτά; Σου γεμίζουν τα κενά ή μήπως τα μεγαλώνουν; Σου δίνουν δύναμη ή σε αφήνουν πιο άδειο κάθε φορά που κάποιος σε κοιτάει και καταλαβαίνει ότι είσαι μια βιτρίνα; Γιατί, αν δεν το έχεις καταλάβει, οι άνθρωποι που έχουν μάτια να βλέπουν δεν τρώνε ψέματα για πολύ. Τα βλέπουν, τα μυρίζονται. Κι αν στην αρχή γελάσουν, στο τέλος φεύγουν.
Κι εγώ, έφυγα. Γιατί δεν έχω χρόνο για ψεύτικες λέξεις και ανύπαρκτες αλήθειες. Δεν είμαι εδώ για να παίζω με τις ανασφάλειές σου. Δεν ήρθα να γίνω ο καθρέφτης σου. Ήρθα για να μοιραστώ κάτι αληθινό. Κι αν δεν μπορείς να το δώσεις αυτό, τότε καλύτερα να σωπάσεις.
Κράτα τα ψέματά σου, λοιπόν, και βρες κάποιον που τα αντέχει. Εγώ δεν έχω χώρο για τέτοια. Ούτε χρόνο. Γιατί όσο κι αν νομίζεις ότι τα σκορπάς ανεξέλεγκτα, πάντα γυρίζουν πίσω. Και το πρόβλημα δεν είναι ότι πληγώνουν τους άλλους. Είναι ότι καταστρέφουν εσένα.