Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Λένε, κάθε τέλος, σηματοδοτεί μια νέα αρχή.
Λένε, κάθε φορά που πέφτεις, πρέπει να βρεις την δύναμη να σηκωθείς.
Λένε, ο άνθρωπος μπορεί να αντέξει τα πάντα.
Λένε, οι γιορτές είναι ημέρες χαράς.
Παραμονή πρωτοχρονιάς!
Το ξυπνητήρι χτύπησε.
Ποτέ ξημέρωσε κιόλας γαμώτο;
Σηκώθηκα.
Ντύθηκα ζέστα γιατί έξω κάνει κρύο σήμερα. Πολύ κρύο!
Έφτιαξα μια κούπα ζεστό καφέ. Από εκείνον που σου άρεσε πολύ, που μύριζε όλο το σπίτι φουντούκι, που τον πίναμε μαζί.
Σήμερα όμως, μια κούπα έφτιαξα, όχι δυο…αφού δεν είσαι εδώ.
Το κουδούνι χτυπάει συνέχεια σήμερα. Παιδιά θα είναι. Παιδιά που λένε τα κάλαντα. Δεν τους ανοίγω, είμαι κακόκεφος σήμερα και λίγο θυμωμένος!
Ας ήσουνα εδώ, ρε γαμώτο! Να πάμε να τους ανοίξουμε μαζί. Να αρχίσουν να τραγουδάνε, και εμείς οι δυο να στεκόμαστε να τα κοιτάζουμε. Να βάλω το χέρι μου στον ώμο σου, και εσύ το δικό σου στην μέση μου, και να τα χαζεύουμε χαμογελώντας. Όμως δεν είσαι εδώ, και δεν γουστάρω να ακούσω κανέναν.
Γιατί ρε πούστη μου δεν είσαι εδώ;
Σε ποιον ώμο να ακουμπήσω τώρα το χέρι μου;
Μου λες σε ποιον;
Ουφ…
Κάθισα στον καναπέ. Έβαλα ένα CD για να έχω λίγη παρέα, αφού μόνος μου είμαι. Εκείνο του Παντελίδη που σου άρεσε πολύ.
Με τις ώρες κάθισα ακίνητος στον καναπέ μας. Παγωμένος! Όχι από το κρύο, μην ανησυχείς, ντύνομαι καλά.
Το σπίτι είναι λίγο ακατάστατο τους τελευταίους μήνες. Βαριέμαι να μαζέψω. Γιατί να το κάνω άλλωστε; Αφού δεν είσαι εδώ και δεν περιμένω κανέναν για να έρθει.
Δεν στόλισα δέντρο φέτος, δεν έβγαλα τα φωτάκια. Φέτος δεν είναι το ίδιο αφού δεν είσαι εδώ.
Το μόνο στολίδι εδώ μέσα είναι η φωτογραφία σου πάνω στο τραπεζάκι, απέναντι μου.
Αυτή μου άφησες φεύγοντας εκείνο το πρωινό, κάτι λίγα ρούχα σου στην ντουλάπα, και έναν θυμό μέσα μου. Τα υπόλοιπα, τα όμορφα, τα πήρες όλα μαζί σου.
Με την φωτογραφία σου μιλάω, σαν τον τρελό! Αυτή ξέρει πως νιώθω, ξέρει τι σκέφτομαι, ξέρει τα πάντα. Σε αυτή λέω τα νέα μου, κάνω παράπονα, καμιά φορά, όταν της μιλάω βουρκώνω κιόλας.
Σουρουπώνει σε λίγο.
Έξω φεύγει το φως.
Μέσα μου, έχει φύγει εδώ και μήνες. Μέσα μου είναι συνέχεια σούρουπο.
Ας βάλω ένα ποτό.
Ένα, πάλι ένα! Το δυο δεν υπάρχει. Όλα τα δυο έχουν γίνει ένα πια.
Ένας καφές.
Ένα ποτό.
Ένας άνθρωπος.
Ένας θυμός.
Το μισώ το ένα! Ειδικά πρωτοχρονιάτικα μου κάθεται στο στομάχι.
Το δυο πάντα μου άρεσε πιο πολύ! Προσπάθησα με όλη μου την δύναμη για το δυο.
Το πίστεψα! Δεδομένο το είχα και σίγουρο… Τρομάρα μου!
Είναι σχεδόν μεσάνυχτα.
Από έξω ακούγονται βεγγαλικά, γέλια, φώτα, μουσικές!
“Δέκα, εννέα, οκτώ, επτά, έξι, πέντε, τέσσερα, τρία, δυο, ένα”.
Έξω ήρθε νέα χρόνια!
Έξω ο χρόνος τρέχει.
Ο δικός μου χρόνος όμως, κόλλησε και δεν λέει να αλλάξει. Αρνείται πεισματικά να προχωρήσει.
Ο δικός μου έχει σταματήσει μερικούς μήνες πίσω.
Σταμάτησε εκείνο το πρωινό που έφυγες.
Εκείνο το πρωινό που με άφησες μόνο.
Εκείνο το γαμημένο πρωινό που φεύγοντας πήρες μαζί σου όλα τα όμορφα…και τον χρόνο.
Σταμάτησε ακριβώς την στιγμή που άνοιξε η μεγάλη πράσινη πόρτα. Που ο τύπος με την λεύκη ρόμπα, μου είπε…
“Λυπάμαι πολύ! Κάναμε ότι μπορούσαμε στο χειρουργείο, αλλά δεν τα κατάφερε”.