Το σώμα που ζητάς είναι ολότελα απαγορευμένο…
Γράφει η Φλώρα Σπανού.
Ένιωθε τα νύχια της να μπαίνουν μέσα στο δέρμα της και έναν οξύ πόνο να την διαπερνάει, όση ώρα προσπαθούσε να αυτοτιμωρηθεί.
Ήθελε να πληγώσει τον εαυτό της. Να τον κάνει να πονέσει.
Για όσα έκαναν κύκλους μέσα στο μυαλό της.
Για όσα ένιωθε για εκείνον.
Για όλα εκείνα τα απαγορευμένα που ποθούσε και απεγνωσμένα αποζητούσε να ζει.
Ξανά και ξανά. Κάθε βράδυ, με εκείνον τον απαγορευμένο έρωτα της.
Τον τελευταίο καιρό αναρωτιόταν, τι ήταν αυτό που την έσπρωχνε προς το παράνομο. Το απαγορευμένο; Γιατί αποζητούσε εκείνα που δεν έπρεπε. Όμως, απάντηση δεν έπαιρνε από πουθενά.
Ήξερε, πως δεν έπρεπε να σκέφτεται έτσι.
Εκείνος ανήκε σε μίαν άλλη.
Εκείνος είχε φτιάξει την δική του οικογένεια.
Δεν έπρεπε να μπει ανάμεσα τους. Ήταν εντελώς ανήθικο να τον ποθεί και να τον θέλει δικό της.
Δε συμβάδιζε με τις αρχές της, εξάλλου. Εκείνη πάντα ήταν σωστή. Είχε ένα πρότυπο συμπεριφοράς παρμένο από την οικογένεια της, βασισμένο στις ηθικές αξίες και αρχές.
Οτιδήποτε άλλο αποκλειόταν. Δεν επιτρεπόταν.
Από μικρή θυμόταν τον εαυτό της να υπακούει σε κανόνες και νόμους. Και όταν δεν υπάκουε, θυμόταν, την τιμωρούσαν. Έτσι έπρεπε να κάνει και τώρα. Να τιμωρήσει τον εαυτό της. Για εκείνες τις απαγορευμένες σκέψεις που στριφογυρνούσαν στο μυαλό της, κάνοντας περίεργες διαδρομές και δημιουργώντας εικόνες ανεπίτρεπτες για εκείνην.
Δεν ζήτησε να ερωτευτεί.
Δεν το θέλησε ποτέ.
Φοβόταν. Φοβόταν τον εαυτό της. Το πώς θα αντιδρούσε. Και να που τώρα δικαιωνόταν. Δεν έφτανε μόνο που μπλέχτηκε στα δίχτυα του έρωτα αλλά ήταν παράνομα κιόλας.
Πώς έμπλεξε έτσι; Πώς; Έπρεπε να είχε αντισταθεί από την αρχή. Έπρεπε να μην τον είχε αφήσει να την αγγίξει. Ίσως, όλα τότε να ήταν πιο εύκολα. Τώρα; Τι μπορούσε να κάνει;
Πως να αρνηθεί το άγγιγμα του; Όταν τόσο απλόχερα της το πρόσφερε;
Πως να αρνηθεί το φιλί του; Μέσα από το οποίο έπαιρνε το οξυγόνο για να ζει;
Πως, να αρνηθεί την ζεστασιά του κορμιού του; Που ήταν βάλσαμο για την ρημαγμένη της καρδιά.
Πως να αρνηθεί, τα τρυφερά του χάδια; Με τα οποία αποκοιμιόταν γαλήνια στην αγκαλιά του.
Πως να αρνηθεί μία ζωή χωρίς εκείνον;
Πως να σταματήσει να χάνεται μέσα στο βλέμμα του;
Πως να αρνηθεί την ευτυχία κάθε φορά που αντίκριζε το χαμόγελό του;
Κι όμως έπρεπε. Έπρεπε, να φανεί δυνατή και να τον βγάλει από τη ζωή της. Να δώσει το τέλος για να βγει από το αδιέξοδο. Γιατί ο έρωτας γίνεται επικίνδυνος όταν θελήσει. Ειδικά όταν είναι παράνομος. Κι εκείνη δεν είχε κανένα δικαίωμα να διαλύσει μια οικογένεια. Έστω και αν εκείνος της έλεγε πώς μόνον εκείνην αγαπούσε. Πώς μόνο σε εκείνην ήθελε να κάνει έρωτα.
Όμως, εκείνη δεν ήθελε να είναι η άλλη στη ζωή του. Ήθελε να είναι η μία και μοναδική. Δεν ήθελε να είναι εκείνο το τρίτο πρόσωπο που θα διέλυε μια οικογένεια.
Κοίταξε το είδωλό της στον καθρέφτη. Τόσο απόμακρο και ξένο.
Δε θύμιζε τίποτα από το προηγούμενο.
Το ξέγνοιαστο, το ανέμελο, το πρόσωπο που ήταν κάποτε. Το ντροπαλό εκείνο κορίτσι, που φοβόταν να αφεθεί και να αντικρύσει τη ζωή κατάματα. Πόσο αληθινή βγήκε τελικά.
Πόσο πολύ ο έρωτας πονούσε.
Γιατί του άρεσε να ρίχνει τα βέλη του στα πιο αθώα θύματα του; Γιατί διασκέδαζε με το να παίζει μαζί τους;
Έπρεπε να ξεσπάσει. Έδωσε μία δυνατή γροθιά στον καθρέφτη και το είδωλό της διαλύθηκε σε μικροσκοπικά κομμάτια.
Έτσι, όπως είχε διαλυθεί και η καρδιά της.
Πως να κάνει μία νέα αρχή τώρα; Πώς να κολλήσει ξανά τα σπασμένα κομμάτια της;
Πως να κοιτάξει ξανά τον εαυτό της και να μην ντραπεί;
Κι όμως, το τέλος έπρεπε να δώσει και να προσπαθήσει από την αρχή. Να ξαναβρεί εκείνη την αξιοπρέπεια που είχε χάσει. Γιατί την αθωότητα, δυστυχώς, δεν μπορούσε πλέον να την φέρει πίσω.
Το είχε πάρει απόφαση. Έπρεπε να ξαναβρεί τον εαυτό της και να ζήσει μακριά από εκείνον. Τον ανελέητο έρωτα. Κι αν φαινόταν αδύνατο αυτό δεν σήμαινε ότι ήταν και ανέφικτο. Αν δεν προσπαθήσεις, δεν μπορείς να ξέρεις λένε.
Κι εκείνη όφειλε να προσπαθήσει, το χρωστούσε στον εαυτό της…
LoveLetters