Γράφει η Δήμητρα Γιαννοπούλου
“Κι όμως τον έρωτα που ήθελες, τον είχα να σ’τον δώσω”. Θυμάσαι;
Μ’αυτόν τον στίχο του Καβάφη, προσπαθούσα να σε καθησυχάσω κάθε φορά που έβλεπα να σε τρομάζει αυτό που ζούσαμε.
Κάθε φορά που σ’ ένιωθα να απομακρύνεσαι και να μου φεύγεις.
Κι είχες δίκιο που πάντα με αμφισβητούσες. Σου έλεγα ψέματα. Τώρα πια δεν ντρέπομαι να το παραδεχτώ!
Εντάξει ψηλέ, κέρδισες κι ήρθε η στιγμή να επαναδιατυπώσω: Τον έρωτα που ήθελες ΔΕΝ είχα να στον δώσω.
ΔΕΝ είχα έναν έρωτα δειλό και φοβισμένο, που να σου ταιριάζει.
ΔΕΝ είχα έναν έρωτα μικρό, ώστε να καταφέρεις να τον στριμώξεις σε κάποιο απ’ τα γαμημένα σου κουτάκια.
ΔΕΝ είχα έναν έρωτα, που να αντέχει και να κατανοεί το μέτριο και το λίγο.
Εγώ – για σένα – είχα έναν έρωτα κτητικό, απαιτητικό, θαρραλέο!
Έναν έρωτα, που ισοπεδώνει λογική και “πρέπει”, που διεκδικεί κι επαναστατεί!
Είχα τον “καθαρόαιμο” έρωτα, εκείνον που μόνο οι τρελοί και οι γενναίοι αντέχουν να τον ζήσουν.
Εσένα – ειδικά – σου επιτρέπω να με εντάξεις σε όποια απ’ τις δύο κατηγορίες θέλεις. Τώρα που ξεμπερδέψες με τους έρωτες και τα πάθη κι επέστρεψες στο βόλεμα σου.
Αυτός, λοιπόν, ο έρωτας συγκρούστηκε πολλές φορές με τον δικό σου. Τον “μπασταρδεμένο”.
Κάτι ο ενθουσιασμός, κάτι η φρεσκάδα μιας νέας και όμορφης γυναίκας, κάτι η κρίση των σαράντα, κάτι η ρουτίνα ενός μακροχρόνιου έγγαμου βίου… σ’ έκαναν να πιστέψεις πως είχες το δικαίωμα να μιλάς εσύ για έρωτα.
Εσύ, που όποτε γελούσα πολύ, έκλαιγα πολύ, θύμωνα πολύ, χαιρόμουν πολύ, πονούσα πολύ, έντρομος προσπαθούσες – μάταια ευτυχώς – να με επαναφέρεις στην τάξη και στη λογική του λίγου σου.
Να τα κάνω όλα αυτά, έλεγες, αλλά λίγο.
Ζητούσες το λίγο μου, γιατί η δειλία σου δε σου επέτρεπε να απολαύσεις το πολύ μου.
Μα ειλικρινά, πίστευες πως γίνονται αυτά; Έρωτας και λίγο; Αυτές οι δύο λέξεις, αδυνατούν να μπουν στην ίδια πρόταση, στο ίδιο καλούπι.
Κι αν τύχει κάποια στιγμή να μπουν, “ξεσκίζει” η μία την άλλη.
Ξεσκίζει ο ένας τον άλλο, όπως συνέβη και στη δική μας περίπτωση.
Σε θυμάμαι πάντα να τρομάζεις ακόμη και στο άκουσμα της λέξης “πολύ”.
Να ιδρώνουν τα χέρια σου, να αυξάνονται οι χτύποι της καρδιάς σου, όπως συμβαίνει και τώρα, που με διαβάζεις και που σου θυμίζω πόσο ωραίο ήταν – κι ας μη το παραδέχτηκες ποτέ – να σε ερωτεύομαι κάθε μέρα και πιο πολύ.
Α! Και πού ‘σαι, ψηλέ, μου λείπεις ακόμα..
Μου λείπεις πολύ!