Γράφει η Ειρήνη Αγγελίδη.
Ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες.
Είχα ξυπνήσει στης οχτώ, είχα φτιάξει καφέ και άκουγα την αγαπημένη μου εκπομπή στο ράδιο.
Ρουτίνα.
Είχα αρχίσει να σκέφτομαι να γυρίσω πίσω στην Αθήνα. Το Λονδίνο μου φαινόταν πια μικρό μπροστά στην απέραντη νοσταλγία μου.
Είχαν περάσει χρόνια που ήμουν μόνη.
Εκείνος είχε πέσει σε βαθύ ύπνο μετά από ένα ατύχημα και τα τελευταία χρόνια είχε παρέα μόνο τα όνειρα. Οι γιατροί έδιναν λίγες ελπίδες να ξυπνήσει.
Κλεισμένη μέσα στον δικό μου κόσμο, έδιωχνα κάθε περαστικό και κλείδωνα καλά το μέσα μου, να μην ξαναγυρίσει πίσω. Τα συναισθήματά μου είχαν στερέψει και κάθε μέρα ακούγοντας το αγαπημένο μου κομμάτι να παίζει σκεφτόμουν αν θα μπορούσα να τον αγκαλιάσω ξανά. Άναψα τσιγάρο.
Πήρα το παλτό μου και κατέβηκα να πάρω λίγο αέρα. Έκανε κρύο. Στο δρόμο μου για το πάρκο το μελαγχολικό Λονδίνο δεν δίστασε να ρίξει τα δάκρυά του. Αρκετά μακριά από το σπίτι μου, χωρίς ομπρέλα είχα γίνει μούσκεμα και κρύωνα. Έκατσα σε ένα βρώμικο παγκάκι και έβαλα τα κλάματα σαν μωρό παιδί. Δεν έφταιγε ο καιρός. Έφταιγε η απουσία. Έφταιγε η αναμονή.
Ένιωσα τη βροχή να σταματάει όταν κάποιος έκατσε δίπλα μου και με σκέπασε με την ομπρέλα του. Κοιταζόμασταν αμίλητοι. Η καρδιά μου σχεδόν ράγισε. Και τότε απλά με φίλησε.
«Τον έρωτα τον καταλαβαίνεις στο πρώτο φιλί», μου ψιθύρισε στο αυτί όπως είχε κάνει τότε.
«Μα πώς, πώς είναι δυνατόν;» του είπα και τα δάκρυα μεταμορφώθηκαν σε απέραντη χαρά.
«Η αγάπη κάνει θαύματα», είπε και με αγκάλιασε τόσο σφιχτά που όλα μου τα σπασμένα κομμάτια μπήκαν στην θέση τους.