Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Σε είδα στον ύπνο μου εψές…
Φορούσες λέει μονάχα εκείνο το χαμόγελο σου που με έχει καθηλώσει και τίποτα άλλο.
Είχες λέει εκείνο το βλέμμα που με καίει κι αυτό ήταν αρκετό για να καώ.
Ήρθες και πλάγιασες δίπλα μου εψές κι ένιωσα το δέρμα το γυμνό σου, να με γιατρεύει, να με λυτρώνει!
Έγειρες και με φίλησες κι όμοιο φιλί δεν έχω ματά – πάρει ως τα τώρα.
Άπλωσες το χέρι σου και με χάιδεψες, τέτοιο χάδι είχα να νιώσω από όταν ήμουνα μωρό κι από της μάνα μου το χέρι.
Κι όταν με αγκάλιασες, έγινα άντρας και φονιάς από τον πόθο.
Κι όταν με έσφιξες, είπα, “Θεέ μου, ετούτη εδώ την νύχτα ας πεθάνω, τώρα που πια είδα πως είναι το να είσαι σε παράδεισο”!
Κι όταν ενώθηκα μαζί σου, φώναξα, “δόξα σοι, που υπάρχει το ένα, το μαζί και το για πάντα”!
Σε είδα στον ύπνο μου ψες βράδυ, φορούσες λέει μόνο εκείνο το χαμόγελο που με τελειώνει κι εγώ φορούσα εσένα πάνω μου κι ήμουν ολόκληρος επιτέλους και γεμάτος.
Μη με παιδεύεις άλλο, μην μένεις άλλο όνειρο, γίνε αλήθεια κι έλα!
Αργείς;
Μα να σου πω και κάτι; Ακόμη κι αν ποτέ σου δεν θα έρθεις.
Ακόμη κι αν είσαι όνειρο, όσα αισθάνθηκα ήτανε ολότελα ψυχή μου αληθινά.
Κι αν έτσι τελικά είναι τα όνειρα, θαρρώ πως προτιμώ χίλιες φορές το να ονειρεύομαι, γιατί υπάρχεις κι εσύ μέσα σε αυτά!
Τι να την κάμω την πραγματικότητα, όταν εδώ δεν σε έχω;