Γράφει η Πράξια Αρέστη
Τι ειρωνεία, εγώ που σ’ αγαπάω πιο πολύ να είμαι πιο μακρία από όλους.
Να μαθαίνω τα νέα σου από τα stories σου και να βλέπω πώς αλλάζεις με τον καιρό από τις φωτογραφίες σου.
Τι ειρωνεία, εγώ που ξεδιψάω μόνο από την πηγή σου, να έχω γίνει έρημος. Και τα λόγια σου να με κάνουν να φαντάζομαι οάσεις στις οποίες βουτάω με χαμόγελο μόνο και μόνο για να φάω τα μούτρα μου στην άμμο.
Τι ειρώνεια, εγώ που δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα, να πρέπει να σε βγάλω από τη ζωή μου για να μη με σκοτώνεις.
Εγώ που ζω με την ελπίδα και τα όνειρα, να πρέπει να τα καίω ένα ένα γιατί είναι ψευδαισθήσεις που στο τέλος με αφήνουν μόνη και πληγωμένη.
Τι ειρωνεία, εσύ που κοίταζες τα μάτια μου λες και μ’ αγαπούσες το επομένο λεπτό να με ρίχνεις στα λιοντάρια να με φάνε. Και την επόμενη μέρα να φεύγεις χωρίς να ξέρει κανείς πότε θα ξανάρθεις. Χωρίς να ξέρει κανείς πότε θα αποφασίσεις να μου πεις ξανά ότι δεν ένιωσες τίποτα για μένα. Χωρίς να ξέρει κανείς πότε θα βρεις χρόνο για μια στιγμή μαζί μου.
Τι ειρωνεία εσύ που κάνεις την ελάχιστη προσπάθεια να είσαι στη ζωή μου, να έχεις παράπονα από μένα που στα έδωσα όλα ξανά και ξανά και δεν σου ήταν ποτέ αρκετά.
Τι ειρωνεία, εγώ που θέλω τόσο να μείνω, να πρέπει να φύγω και πάλι γιατί δε θα έρθεις.
Ούτε αυτό το καλοκαίρι. Ούτε για μια στιγμή. Ούτε για ένα ηλιοβασιλέμα. Ούτε για μία καληνύχτα.
Τι ειρώνεια εσύ που με εμπαίζεις και με εγκαταλείπεις, να είσαι ο θυμωμένος και όχι εγώ.
Τι ειρώνεια να σ’ αγαπώ ακόμη. Παρόλο που είμαι πάντα αυτό το “αν τύχει” στη ζωή σου. Παρόλο που είμαι το λάθος. Το παράσιτο. Μία σύντομη και μακρινή στάση που κοιτάζει εσένα, τους φίλους σου και τις εκδρομές σου μέσα από τα παράθυρα του τρένου της ζωής σου που την προσπερνάς πάντα, αφήνοντας ένα ψυχρό μήνυμα στο παγκάκι της.