Γράφει η MaGio
Eκείνος:
Τώρα;
Τώρα που εσύ έγινες χώμα φιλόξενο και εγώ ήρθα κι έριξα το σποράκι της αγάπη μέσα σου, δες ματιά μου πως έχω ανθίσει!
Δες πόσο υπέροχα μοσχοβολαει η αγάπη.
Κι αυτό το κόκκινο τριαντάφυλλο, που τώρα έχω γίνει, δες και πες μου αγάπη μου, έχεις δει ποτέ σου πιο υπέροχο κόκκινο σε όλη σου την ζωή;
Κήπος μου εσύ, κι εγώ ο κάτοικος του.
Γη μου εσύ, κι εγώ οι ρίζες μέσα της.
Καφέ μου εσύ, κι εγώ το κόκκινο σου, δες πόσο όμορφα κουμπώνει ο έρωτας του κόκκινου με το καφέ!
Τώρα;
Τώρα εσύ τάισε με, κι εγώ θα σε στολίζω.
Τώρα πια, ούτε εσύ θα αντέχεις αλλά τριαντάφυλλα, ούτε κι εγώ θα υπάρχω δίχως το χώμα το δικό σου.
Τώρα λοιπόν κορίτσι μου, ήγγικεν η ώρα!
Εκείνη:
Και να ‘σαι, κοιτάζεσαι στο καθρέφτη ώρες ώρες και δε σε αναγνωρίζεις. Τόσοι άνθρωποι που πέρασαν όλοι είχαν ένα “δώρο” να σου προσφέρουν για να συμπληρώσουν το μεταλλικό αου κουστούμι.
Έχειςκαλυφτεί ολόκληρος, πιστεύοντας ότι δεν μπορεί τίποτα να σταθεί ικανό να σε σκοτώσει. Ξεγελάς τον εαυτό σου το ξέρω, γνωρίζοντας πως η ήττα έρχεται εκ των έσω.
Από μέσα όμως τόσο ευάλωτος, άνθρωπος, ακόμα.
Για σκέψου να έρθει κάποια και μ’ ένα τριαντάφυλλο να ξεχειλίσει όλη σου η ευαισθησία πάλι, προσφέροντας της το, εσύ ο ίδιος.
Σκέψου να είναι τόσο ικανή που να αρχίσεις να γδύνεσαι από την πανοπλία σου. Κομμάτι, κομμάτι, αργά αλλά αποφασιστικά.
“Αυτή λαχταράω Παναγία μου, να ηττηθώ κι εγώ μία φορά από ένα τριαντάφυλλο” είπες.
Κι εγώ σε ένιωσα.
Την ψυχή σου θέλησα ν’ αγαπήσω, να γιατρέψω να τιμήσω.
Ποτέ δεν σου άξιζε τίποτα λιγότερο απ’ την πορφύρα του ρόδου.
Του βελουδου, του εστεμμένου βασιλιά.
Δίπλα μου.
Εσύ βασιλιάς μου, κι εγώ περήφανη για σένα, όσο καμία άλλη ποτέ!