Γράφει ο Στέφανος Κωνσταντίνου
Δεν ήμουν ποτέ καλός στα λόγια.
Πάντα κάτι άφηνα μισό, κάτι κατάπινα πριν το πω.
Όχι γιατί δεν ήθελα — γιατί φοβόμουν πως αν μιλήσω, δεν θα καταφέρω να σου πω όσα νιώθω σωστά.
Κι εκεί κάπου ήρθαν τα φιλιά.
Τα φιλιά που έλεγαν πριν από μένα, για μένα.
Τα χείλια μου που, κάθε φορά που άγγιζαν τα δικά σου, ξεστόμιζαν ό,τι το στόμα δεν τολμούσε.
Σ’ ένα φιλί έκρυβα το “σ’ αγαπώ” που δίσταζα να ξεστομίσω.
Σ’ ένα άγγιγμα σου έδινα όλα εκείνα τα “μείνε” που φοβόμουν πως θα ακουστούν αδύναμα.
Κι αν ποτέ αναρωτήθηκες γιατί με κοιτούσες στα μάτια κι εγώ επέλεγα να σε φιλήσω αντί να σου μιλήσω,
είναι γιατί ήξερα:
Οι πιο μεγάλες αλήθειες δεν λέγονται.
Φιλούνται.
Είναι άλλο πράγμα να λες “σε θέλω” και άλλο να το τρέμουν τα χείλια σου πριν καν τα ακουμπήσουν στα δικά της.
Άλλο να λες “σε χρειάζομαι” και άλλο να σου το παίρνει ολόκληρο το σώμα σου τη στιγμή που την πλησιάζεις.
Τα χείλια λένε τις αλήθειες που το στόμα φοβάται.
Κι αν θέλεις να μάθεις ποτέ τι ακριβώς ένιωθα για σένα,
δεν χρειάζεται να θυμηθείς λέξεις.
Θυμήσου μόνο πώς σε φίλησα.
Πόσο σιωπηλά και ταυτόχρονα πόσο απελπισμένα.
Εκεί ήταν όλη η αλήθεια μου.
Χωρίς προλόγους.
Χωρίς υποσχέσεις.
Μόνο εγώ, εσύ, και ένα φιλί που δεν χρειάστηκε τίποτα άλλο για να υπάρξει.