Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου
Κοίταξα την εικόνα της.
Αγέρωχη, από εκείνες τις μαχήτριες που δεν παρέδωσαν ποτέ ούτε το σπαθί, ούτε την ασπίδα! Μάχες, στις μάχες, δίκια, άδικα, νίκες, ήττες, όλα μαζεμένα σ’ένα βλέμμα.
Σ’ένα βλέμμα που δεν επέτρεψε ποτέ κανένας να το δει. Το έκρυψε επιμελώς και το κράτησε ολόδικό της. Της άνηκε. Όπως της άνηκαν κι οι μνήμες της. Κι οι διαδρομές της. Διαδρομές που άλλες ήταν σαν να περπατάς στα σύννεφα, κι άλλες έμοιαζαν με μαραθώνιο σε κακοτράχαλο χωματόδρομο, ξυπόλυτη.
Μην νομίζεις, δεν την ένοιαζε και πολύ αυτό. Είχε μάθει να ισορροπεί. Και σε δωδεκάποντα και ξυπόλυτη.
Να ισορροπεί..
Όλη της η ζωή, μια ισορροπία. Να μην χαθεί. Να μην γκρεμοτσακιστεί. Να μην χτυπήσει.
Όχι για εκείνη, εκείνη ήξερε να πέφτει, να σπάει, να βάζει τα κομμάτια στη θέση τους και να ξανασηκώνεται.
Για τους άλλους φοβόταν.
Για όλους εκείνους που την είχαν βαφτίσει “βράχο” τους και στήριζαν πάνω της ζωές, όνειρα, ελπίδες, φόβους.
Για όλους εκείνους που δεν της έδιναν το δικαίωμα να λυγίζει, να κάνει λάθη, να σπάει, να κομματιάζεται.
Κι έτσι έσφιγγε τα χέρια, πάγωνε το βλέμμα και συνέχιζε.
Έσφιγγε τα χέρια..
Κοίτα λίγο τα χέρια..
Άλλαξαν χρώμα, πιέζονται, το αίμα δεν κυκλοφορεί..
Κοίτα τα χέρια.. πονάνε, μα δεν τα προσέχει κανείς. Δεν είναι οι ήρωες. Δεν είναι το κέντρο της προσοχής.
Το βλέμμα, το έλεγξε.
Το σώμα, το όρισε.
Τα χείλη, τα μασκάρεψε.
Τα χέρια.. τα ξέχασε.
ΥΓ. Στο “αφόρτιστο” κορίτσι..