Γράφει η Άντζελα Καμπέρου
Φοράω γόβες, εκείνες τις μαύρες τις ανάγλυφες που σ’ άρεσαν τόσο. Τα βήματά μου γρήγορα, κοφτά, αντηχούν στους άδειους δρόμους γύρω μου, μου κρατάνε τον ρυθμό, να μην το μετανιώσω, να μην κάνω αναστροφή και γυρίσω πίσω.
Είμαι ήδη στα μισά του δρόμου και το μόνο που σκέφτομαι είναι πως πρέπει να βρεθώ μπροστά σου.
Πρέπει απόψε να χτυπήσω την πόρτα σου. Πρέπει απόψε να σε δω.
Από το πρωί το στομάχι μου είναι κόμπος, δεν πάει μπουκιά κάτω, δεν μπορώ να πιώ ούτε νερό.
Ένα συναίσθημα περίεργο και μια μόνιμη ταχυπαλμία, σαν κάτι να μην κάθεται σωστά.
Ο καφές κάνει τα νεύρα μου χειρότερα και παίρνω την απόφαση να ακούσω το ένστικτό μου.
Ένα γρήγορο μπάνιο, λίγο μακιγιάζ, ρούχα και έφυγα.
Τώρα βρίσκομαι μισό τετράγωνο από την πόρτα σου και πια δεν σκέφτομαι πως πρέπει να σε δω.
Τώρα με περνάει ένα ρίγος.
Τι στο καλό θα σου πω;
Ήρθα γιατί;
Σκέφτομαι και συνεχίζω να προχωρώ, μηχανικές οι κινήσεις πλέον και όσο σκέφτομαι τι θα σου πω όταν σε αντικρίσω, με κάποιο διεστραμμένο κόλπο της τύχης, ανοίγεις την πόρτα και βρίσκεσαι μπροστά μου.
Σαν να είδα φάντασμα παγώνω. Κάνω να ανοίξω το στόμα μα δεν βγαίνει μιλιά.
Με κοιτάς κοκαλωμένος και κάνεις ένα βήμα μπροστά.
Τα μάτια σου γυαλίζουν, τα βλέπω και δεν τα βλέπω. Νιώθω χαμένη.
Σκύβεις το κεφάλι σου και με φιλάς.
Σαστιμάρα. Τρέμουλο. Ανατριχίλα.
Τα πόδια μου δεν με κρατάνε και με αρπάζεις γρήγορα από τη μέση.
Σε κοιτάζω.
“Τα ρέστα μου στο ένστικτο που με έφερε απόψε στην πόρτα σου, διάολε”, σου ψιθυρίζω και με κοιτάς χαμογελώντας.
“Τα βλέπω”, μου απαντάς και κρατώντας με αγκαλιά κλείνεις την πόρτα πίσω μας.