Γράφει η Κική Γ.
Τελικά πόσο έξω έπεσα! Ενθουσιάστηκα, πίστεψα και απλά γκρεμίστηκε το παραμυθένιο σκηνικό. Φόρεσες τη μάσκα του ιδανικού ανθρώπου, του τέλειου συντρόφου, του άνδρα, που ξέρει να συμπορευτεί και να εκτιμήσει. Μου πούλησες φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Σου έδωσα απλόχερα αγάπη, αφοσίωση, ψυχή. Νόμιζα πως μπορώ να ατενίζω το μέλλον μαζί σου και έχτιζα τη κοινή μας ζωή. Δεν υπήρχε καν το “εγώ” στο μυαλό μου. Όλα, είχανε ένα σκοπό και στόχο. Το ” εμείς”. Για κάποιο λόγο είχα κλείσει τα αφτιά μου και δεν άκουγα κανένα καμπανάκι. Περνούσε ο χρόνος, ο άχρονος. Ζούσα στο κόσμο, που εσύ με έπεισες, πως υπάρχει. Σ´ αυτόν τον ψεύτικο και κάλπικο κόσμο που με παραμύθιασες, πως φτιάχτηκε για μας. Και έφτασε η τραγική στιγμή της απομυθοποίησης και της αποδόμησης. Δεν κατάφερες να συνεχίσεις να παίζεις το ρόλο σου. Μάλλον ένας από μηχανής Θεός ήθελε να με λυτρώσει. Έκλεψε εντέχνως τη μάσκα σου και σε ξεγύμνωσε. Πόσο άσχημος αλήθεια. Το κορμί που με μάγεψε και μου πρόσφερε στιγμές ηδονής και πόθου, με αηδίασε ξαφνικά, γιατί ήταν μόνο αυτό. Δεν υπήρχε πουθενά καρδιά, ούτε αισθήματα. Ένα ψυχρό θέαμα, σχεδόν, αποκρουστικό. Άδειασαν όλα μέσα μου. Κενό. Δεν λειτουργούσε καμία μου αίσθηση. Δεν ήξερα που βρισκόμουν πια. Άνοιξα απλά μια άγνωστη πόρτα, και έφυγα τρέχοντας. Ελευθερώθηκα. Μια πραγματικά αληθινή ζωή μόλις ξεκινούσε. Δεν παραδέχτηκα ποτέ πως χωρίσαμε εφόσον δεν ζήσαμε μαζί. Δεν ήταν χωρισμός. Το τέλος μιας ψευδαίσθησης ήταν!