Γράφει η Τάνια Αναγνώστου.
Ήρθες και μαζί σου εμφανίστηκε το ουράνιο τόξο.
Είδα τα χρώματα πιο φωτεινά, πιο λαμπερά.
Ήρθες και μου έμαθες να ζω και όχι απλά να αναπνέω.
Είναι όμορφο το συναίσθημα της ελευθερίας.
Ήρθες και τα κυριακάτικα πρωινά γέμισαν αλμύρα και λιωμένο παγωτό.
Σαν τότε, ένα γλυκό πρωινό του Αυγούστου..
Θυμάσαι;
Πιάσε το χέρι μου και θα σου δείξω!
Ήρθες, σε κοίταξα στα μάτια και σε ρώτησα αν θα μείνεις..
Οι καταραμένοι δείκτες του ρολογιού πάντοτε κυνηγημένοι καραδοκούσαν,
Μου απάντησες πως δεν ξέρεις, πως φοβάσαι..
Την τριβή, την συντριβή..
Σου είπα πως φοβάμαι τον θάνατο και σώπασες, χαμήλωσες το βλέμμα.
Παντού παραμονεύει ένας θάνατος.
Στο τέλος, όλα σε εκείνον παραδίνονται.
Μου μίλησες για τη θλίψη που έπεται του θανάτου και σου έδειξα με χέρια ματωμένα τη δύναμη.
Με αγκάλιασες και μου ψιθύρισες μια λέξη, την ελπίδα και με είδες να λυτρώνομαι και να αναγεννιέμαι.
Κοιταχτήκαμε ερωτευμένα και τα μάτια μας έγνεψαν “Σ’αγαπώ”.
Εκείνη τη στιγμή αγγίξαμε την αιωνιότητα..