Σε μικρούς ανθρώπους, το πολύ σου, απλά δεν χωράει.
Γράφει η Ματίνα Νικάκη
Πόσο πολύ μπορείς, άραγε, ν’ αντέξεις; Αναρωτήθηκες ποτέ; Ούτε εσύ δεν ξέρεις. Που μόνο πολύ η ψυχή σου διψούσε από την ώρα που γεννήθηκες. Πολύ φροντίδα, πολύ αγκαλιά, πολύ αγάπη, πολλά ζαχαρωτά, πολλά φτιαξίδια. Πολλά παιχνίδια. «Τα θέλω όλα», έλεγες κι ας μην τολμούσες να το πεις.
Γιατί πεινασμένοι, τελικά, γεννιόμαστε, και το κλάμα μας ακόμα, κραυγή είναι για να ικανοποιήσουμε τις αισθήσεις μας.
Είναι αχόρταγη η καρδιά μου κι έφτασε η ώρα να το παραδεχτώ. Αλύπητα θέλω ν’ αγαπηθώ και ν’ αγαπήσω. Κανείς δεν έμεινε ικανοποιημένος με το λίγο και το μέτριο. Εκτός κι αν είναι καφές. Κανείς δεν πάσχισε να ταΐσει το εφήμερο. Λίγο ήταν κι ας ήθελε να το κάνει στα μάτια του πολύ.
Αυτό διψούσε η σάρκα σου. Γι’ αυτό έλιωνες και βαριαναστέναζες. Γι’ αυτό πολύ πόνεσες. Μέχρι το κόκαλο έμπηξες το μαχαίρι, μέχρι το κόκαλο. Πολύ ήθελες να νιώσεις, κι ας ήταν και ο πόνος. Η ανάγκη σου ήταν να νιώσεις πόσο πολύ ήθελες να αισθανθείς.
Και σου χρωστούσε η ζωή μία αγάπη που να ήταν πολύ. Από την ώρα που γεννήθηκες σε έχει πιστωμένο. Συνήθισες στα μέτρια. «Τόσο μπορούσαν», έλεγες. Αυτό νόμισες ότι μπορούν οι άνθρωποι. Γιατί έχεις μία καλή καρδιά, που πολύ συγχωρεί, πολύ δε δικάζει, πολύ δεν ανταποδίδει συμπεριφορές. Πολύ, δηλαδή, καθόλου δεν τιμωρεί το λίγο τους. Απλά το αποδέχεται.
Και νόμιζες ότι μίκρυνες, αλλά τελικά το πολύ σου δεν φυλακίζεται σε μικρά κελιά, χαρά μου. Κι όταν έρθει η ώρα να σε πληρώσει, και νιώσεις την ένταση των συναισθημάτων σου στο maximum, ακριβώς όπως και των αισθήσεών σου, τότε και μόνο θα καταλάβεις τι ήταν αυτό που πάντα ήθελες.
Δύο χέρια να σε αγκαλιάσουν.
Δύο αυτιά να σε ακούσουν.
Δύο μάτια να σε κοιτούν σαν πολύτιμο θησαυρό.
Δύο ρουθούνια να τραβήξουν τη μυρωδιά σου, σαν απαραίτητο οξυγόνο.
Δύο χείλη να μη σε χορταίνουν.
Κι εσύ θα ταΐζεις όλες σου τις αισθήσεις τότε, να αγαπούν πολύ αυτό που τελικά ήθελες να ανήκεις! Αυτό που θα είναι το «για πάντα». Γιατί σε μικρούς ανθρώπους, το πολύ σου, απλά δεν χωράει.