Γράφει η Λέλα Σακήλια
Μαζί σου ένιωσα για πρώτη φορά πώς είναι να θες κάποιον τόσο πολύ, που να σε πονάει. Σε ήθελα δικό μου, με έναν τρόπο σχεδόν άγριο, πρωτόγονο. Εγώ, που κορόιδευα τη ζήλεια, συστήθηκα μαζί της. Μου έγδαρε την ψυχή, μου έκαψε τα σωθικά. Και ξέρεις τι; Της άρεσα. Μου άρεσε.
Είσαι εκείνος που ήρθε για να μου δείξει τι δεν ήταν όλοι οι άλλοι. Ήρθες και με γύμνωσες από κάθε άμυνα. Έγινες το μέτρο με το οποίο σύγκρινα τα πάντα – τους πάντες. Είσαι το χάος μου, η ηρεμία μου, ο θυμός και η λαχτάρα μου. Μαζί σου έμαθα τι σημαίνει να χάνεις τον εαυτό σου σε κάποιον άλλον. Να τον δίνεις χωρίς δεύτερη σκέψη και να μην σε νοιάζει αν θα πάρεις τίποτα πίσω.
Σε θέλω όπως δεν έχω θελήσει ποτέ κανέναν. Σε θέλω με έναν τρόπο που με τρομάζει. Να σε βλέπω και να μου ανάβουν φωτιές στα σωθικά. Να σκέφτομαι πως δεν αντέχω να σε μοιραστώ με κανέναν. Σε θέλω δικό μου, ολοκληρωτικά, απόλυτα, χωρίς όρους, χωρίς δικλείδες ασφαλείας. Να μου ανήκεις με τον ίδιο τρόπο που ανήκω εγώ σε σένα, χωρίς να υπάρχει αμφιβολία.
Μαζί σου έμαθα πως ο έρωτας δεν είναι πάντα όμορφος. Είναι ωμός, επίμονος, διεκδικητικός. Σε λυγίζει, σε τσακίζει, σε αναγεννά. Είναι το φιλί που σε κάνει να τρέμεις και η ματιά που σε αφοπλίζει. Και εσύ… εσύ είσαι όλα αυτά. Ο πόθος μου, η δύναμή μου, ο πιο γλυκός εθισμός μου. Η τελευταία γουλιά, σε ένα κόκκινο κρασί, φτιαγμένο μόνο για εμάς.